Ποίημα χιουμοριστικό του Γεωργίου Σουρή, που εκφράζει τα συναισθήματά του με αφορμή το χιόνι, αυτό το μετεωρολογικό φαινόμενο που σπάνια κάνει αισθητή την εμφάνισή του στην Ελλάδα, όμως δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο, μικρό ή μεγάλο.
Ας το απολαύσουμε:
Και πάλι εσκεπάστηκε ο κόσμος από χιόνι,
και τρεις ημέρες έχουμε τον ήλιο να ιδούμε,
και δίχως άλλο ο Ρωμηός μονάχος του μαλώνει…
Με θολωμένο ουρανό δεν θέλουμε να ζούμε.
Εμείς εσυνηθίσαμε εδώ εις την Ελλάδα
να κλείνουμε τα μάτια μας απ’ την πολλή λιακάδα
Ας έχουν μαύρες συννεφιές στη Λόντρα, στο Παρίσι,
ας έχουν πάγους, κρύσταλλα, βοριά, χαλάζι, χιόνι·
μέσα στη λάσπη ο Ρωμηός δεν ειμπορεί να ζήσει,
δεν θέλει το παπούτσι του ποτέ του να λασπώνει.
Ολίγος ήλιος κι ουρανός παντού ξαστερωμένος,
ιδού το μόνο όνειρο για το πτωχό μας γένος.
Το χιόνι λένε μερικοί κάτι καλό σημαίνει,
αλλά θαρρώ καλύτερα τέτοιο καλό να λείψει,
καλύτερα να ήμαστε γυμνοί και πεινασμένοι,
κι ούτ’ ένα σύννεφο ποτέ τον ήλιο να μας κρύψει.
Και έπειτα χορτάσαμε από τις ευτυχίες,
είναι καλό να έρχονται και λίγες δυστυχίες.
Τα χιόνια είναι ποίησις, ψηλή ρομάντσα, τρέλα,
και είναι ό,τι μαγικόν να πέφτεις μες στο χιόνι,
να παίζεις στα κρυφά χιονιές με πεταχτή κοπέλα,
να την κτυπάς, να σε κτυπά, ν’ αγριεύεις, να θυμώνει.
Αλλά εγώ, πολύ πεζός, γι’ αυτά που λεν φουσκώνω,
κι άλλη δεν βλέπω ποίηση παρά τη λάσπη μόνο.
Κάθε τρελός για τη χιονιά χίλια καλά ας λέει,
θέλω τον ήλιο πίσω μου, τον ήλιο κι από μπρος μου,
θέλω η κρύα πλάτη μου ν’ ανάβει και να καίει,
ο ήλιος νάναι μούσα μου, τραγούδι μου, θεός μου.
Μόνο με ήλιο δέχομαι να κάθομαι κοντά σας,
ν’ ακούω τις παρλάτες σας και τα πολιτικά σας.
Μα δίχως ήλιο φύγετε και τίποτα δεν θέλω,
κανένας για πολιτικά κουβέντα μη μου κάνει,
κατά διαβόλου και βουλάς και Κυβερνήσεις στέλλω,
αφήσετέ με ήσυχο, κι ο τούρτουρας με φθάνει.
Χωρίς λιακάδα τίποτα στον κόσμο δεν μ’ αρέσει,
κι ούτε η νέα μας βουλή με του Δερβίς το φέσι.
Το χιόνι εκρυστάλωσε, ξερός βοριάς σφυρίζει,
κι εχάσαμε τη ζέστη μας και τον περίπατό μας,
το λάδι και το βούτυρο από το κρύο πήζει,
τουλάχιστον να έπηζε και λίγο το μυαλό μας!
Αν ειμπορούσε το μυαλό και του Ρωμηού να πήξει,
να το καλό, που ήθελε το χιόνι να μας δείξει.
Ήλιε χρυσέ, τα σύννεφα που σε σκεπάζουν σχίσε,
ω! μη μας παίζεις τον κρυφτό και μη μας καμαρώνεις,
μες στην Αθήνα άφθονο το φως σου πάλι χύσε,
ω! έβγα, μη μας κρύβεσαι, και τόσο μας λιγώνεις.
Οι Αποκριές μας ήλθανε, και σένα καρτερούμε,
ω Απόλλον χρυσόξανθε, για να μασκαρευθούμε.
Κανόνια είκοσι επτά μπαμ! μπουμ! βροντούνε πάλι,
για να μας πουν διάδοχος καινούριος πως γεννιέται….
Όσο μπαρούτι ξόδεψαν στις κανονιές χαλάλι,
ας γίνονται διάδοχοι, και τούτο ας σκορπιέται.
Είθε για δόξα και τιμή του έθνους και του θρόνου
και έβδομο διάδοχο να έχουμε του χρόνου.
Μέσα στις τόσες μας χαρές, στα νέα γεννητούρια,
μες στης τρελής μας Αποκριάς το Ρούσσικο μεθύσι,
με τόσα σχέδια ψηλά και με βουλή καινούρια,
μόνο ο ήλιος θέλουμε να βγει να μας φωτίσει.
Ω! νάτος! απ’ τα σύννεφα σιγά σιγά προβάλλει,
καλώς τονε, καλώς τονε, μα μη κρυφτείς και πάλι.