Η Σύρος και ιδιαίτερα η περιοχή που αργότερα αποτέλεσε την πόλη της Ερμούπολης κατοικήθηκε από πρόσφυγες που κατέφυγαν σ’ αυτήν, λόγω της Ελληνικής Επανάστασης (Kolodny 1969: 253), κυρίως από τη Σμύρνη, τις Κυδωνιές, τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους [1] και την Κρήτη. Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν αρχικά από τους ντόπιους στην Άνω Σύρο, και συγκεκριμένα στα σπίτια και στις εκκλησίες (Βακαλόπουλος 2001: 60, 67· Τραυλός – Κόκκου 1980: 25).
του Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκη,
διδάκτωρ Ιστορίας Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.
διδάσκων (Ε.ΔΙ.Π.) στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η γαλλική προστασία, λόγω του καθολικού γηγενούς πληθυσμού της νήσου (Φρόνιμος 1960: 135), η γεωγραφική θέση της Σύρου (στο μέσο του Αιγαίου με ιδανικό φυσικό λιμάνι) και η ουδε- τερότητά της κατά την Ελληνική Επανάσταση, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών και της προστασίας του καθεστώτος των διομολογήσεων, ήταν επόμενο να προσελκύσει στο νησί μεγάλες μάζες προσφύγων (Καρδάσης 1991: 324-25). Η Σύρος πρόσφερε ασφάλεια, που σε συνδυασμό με τα φυσικά της πλεονεκτήματα εξασφάλιζε επικοινωνία με τα άλλα νησιά. Ένας επίσης λόγος που προσέλκυε το νησί πρόσφυγες, ήταν το γεγονός ότι είχε λίγο γηγενή πληθυσμό και επομένως υπήρχε η δυνατότητα εγκατάστασης και άλλων πληθυσμιακών ομάδων (Καλλέγια 1985: 206).[2]
Οι σχέσεις της Ερμούπολης με την Κρήτη υπήρξαν ιδιαίτερα στενές κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός Κρητών κατέφυγε στη Σύρο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ιδιαίτερα ύστερα από κάθε αποτυχημένη κινητοποίηση στην Κρήτη. Οι Κρήτες πρόσφυγες, σε αντίθεση με τις μετακινήσεις προσφύγων από τη Χίο, την Κάσο και τα Ψαρά, κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και αργότερα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, κατά μικρές ή μεγάλες ομάδες, προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα από τους Τούρκους (Kolodny 1969: 47). Οι ντόπιοι Συριανοί ενίσχυσαν και στέγασαν τους άπορους Κρήτες και τροφοδότησαν και στήριξαν τον επαναστατικό τους αγώνα με κάθε μέσο. Αργότερα, κάτω από τον οικισμό της Άνω Σύρας δημιουργήθηκε από τους πρόσφυγες η Ερμούπολη, και η νέα πόλη στήριξε υλικά, έμψυχα και ηθικά τις επαναστατικές κινητοποιήσεις στην Κρήτη (Kolodny 1969: 253-73· Δρακάκης 1979· Λούκος 1994: 151-64).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρώτα χρόνια του εποικισμού της Ερμούπολης χρησιμοποιήθηκε ο όρος «πάροικοι» αντί του όρου «πρόσφυγες», καθώς αυτοί που είχαν καταφύγει στη Σύρο ήδη από την περίοδο 1821-1822 είχαν δημιουργήσει μία στέγη, είχαν μία επαγγελματική απασχόληση και επομένως δεν ήταν πρόσφυγες, υπό την έννοια ανθρώπων που δεν είχαν πού να μείνουν ή να εργαστούν. Από την άλλη, δεν ήταν κάτοικοι, αφού θεωρούσαν την παραμονή τους στη Σύρο προσωρινή. Για να περιγραφεί η ενδιάμεση κατάσταση προσφύγων και κατοίκων, επινοήθηκε ο όρος «πάροικοι» μέχρι την άφιξη του Όθωνα, οπότε η Σύρος διαιρέθηκε σε δύο δήμους (Δρακάκης 1979: 163).
Η Επανάσταση στην Κρήτη ξέσπασε στις 14 Ιουνίου του 1821. Η αντίδραση των Τούρκων υπήρξε άμεση. Οι τελευταίοι προέβησαν σε βιαιοπραγίες σε όλη τη νήσο (Δετοράκης 1990: 322-24). Επόμενο ήταν κάποιοι Κρητικοί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα των Τούρκων. Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης συνεχίστηκε αυτή η πρακτική της μετακίνησης πληθυσμιακών ομάδων από το νησί. Το 1824 οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν απόβαση στην Κρήτη και ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό, ο Πολιτάρχης[3] της Σύρου Ανδρέας Κοσμάς μετέφερε από το νησί 1.000 οικογένειες Κρητών, οι οποίες έσπευσαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από τον φόβο της επιδρομής του Ιμπραήμ και των Αράβων τακτικών του (Δρακάκης 1979: 153).
Στη Σύρο βρήκε καταφύγιο και ο Χατζή-Ανδρέας Κριαράς, πρόεδρος της Καγκελλαρίας που κήρυξε την Επανάσταση στην Κρήτη το 1821, και οι οπλαρχηγοί Κωνσταντίνος και Κυριάκος Μαριδάκης, ο Γ. Σκορδίλης και άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Επανάστασης. Στα μέσα του 1825 είχε συσταθεί στην Ερμούπολη επιτροπή από Κρήτες, οι οποίοι συγκαταλέγονται μεταξύ των πρώτων οικιστών της πόλεως, καθώς και επιτροπή Ερμουπολιτών, που ενίσχυσε με διάφορα μέσα τον Κρητικό Αγώνα. Μέλη της επιτροπής υπήρξαν ο Χιώτης έμπορος Λουκάς Ράλλης, μετέπειτα δήμαρχος Πειραιά, ο Σπυρίδων Ζυγομάλης, συνιδρυτής του Γυμνασίου της Ερμούπολης, και άλλοι επιφανείς Ερμουπολίτες, όπως ο Λάμπρος Κατινάκης, ο Χατζή-Αδάμης και ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Θεόδωρος Αλκαίος, εμπνευστής, κατά μία άποψη, του πολεμικού θουρίου «πότες θα κάμη ξαστεριά, πότες θα φλεβαρίσει […]» (Παπαδάκης 1965: 126-28· Παπαδάκης 1966α: 225-31).
Οι πλούσιοι Συριανοί στήριξαν και την Επανάσταση του 1841. Εκτός από τη σύσταση ερανικής επιτροπής υπό το Χατζή-Ανδρέα Κριαρά για τη συλλογή χρημάτων, τροφίμων, όπλων και πολεμοφοδίων για τους αγωνιστές της Κρήτης, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί σημαντικοί παράγοντες της Ερμούπολης,[4] συστήθηκε μια δεύτερη στην Αθήνα από τους Νικ. Ρενιέρη, Μισαήλ Αποστολίδη, Ε. Αντωνιάδη, Α. Χαιρέτη, Σ. Μανιτάκη, Ι. Αυγερινό, Ι. Χιλλ., Γ. Φίνλεϋ, Θ. Φαρμακίδη και Θ. Βαλλιάνο. Οι πλούσιοι Συριανοί ενίσχυσαν με χρήματα τον Κρητικό Αγώνα και ακολούθησαν κι άλλες προσφορές, που ενθάρρυνε φανερά και ο ίδιος ο βασιλιάς Όθωνας.
Στα 1859 οι Κρήτες της Ερμούπολης ίδρυσαν το «Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Κρητών», που είχε ουσιαστικά πατριωτικό χαρακτήρα και φρόντισε για την αποστολή βιβλίων και εκπαιδευτικού υλικού στους μαθητές της Κρήτης. Ένας από τους ιδρυτές του συλλόγου υπήρξε και ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης, δικηγόρος, δικαστής και δημοσιογράφος, που βοήθησε στην εκπαίδευση των Κρητών και συμμετείχε ενεργά στους Κρητικούς Αγώνες (Τρούλης 1995: 597-608· Τρούλης 2005: 76-161).
Ωστόσο, οι δεσμοί Σύρου και Κρήτης έγιναν ιδιαίτερα στενοί με την Επανάσταση του 1866. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή»,[5] ψυχή της οποίας υπήρξε ο κρητικής καταγωγής διαπρεπής νομομαθής Μάρκος Ρενιέρης (1815-1897), διοικητής αργότερα της Εθνικής Τράπεζας (Παχυνάκης 1988: 222).[6] Στη Σύρο ιδρύθηκε η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή» για την ενίσχυση του Κρητικού Αγώνα με όπλα και εθελοντές.[7] Στα μέλη της επιτροπής της προστέθηκαν οι φιλοκρητικοί Συριανοί Σπ. Πρώιος, Τ. Ζαλλώνης, Δ. Βαφειαδάκης, Π. Γιαγιτζής, Μ. Πούμπου- ρας, Α. Μαρκαντωνάκης, Ηλ. Κεχαγιάς, Δ. Καλλάρης, Α. Κρίνος και Λ. Ευμορφόπουλος, όλοι μέλη της κοινωνίας της Ερμούπολης με σημαντική οικονομική ή πολιτική δραστηριότητα. Στη διάρκεια της Κρητικής Επαναστάσεως η Επιτροπή Σύρου και η Επιτροπή της Αθήνας συνεργάζονταν στενά για την επιτυχία του Αγώνα.[8]
Παράλληλα, ο υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ηράκλειο Ιωάννης Μιτσοτάκης υπήρξε ο σύνδεσμος της επιτροπής με τους αγωνιστές και ο ρόλος του ήταν καταλυτικός στη διάσωση αμάχων,[9] στη μεταφορά χρημάτων[10] και εφοδίων[11] από την Επιτροπή της Σύρου για τις ανάγκες του Αγώνα, στη μεταβίβαση αιτημάτων των επαναστατών[12]και στην εμψύχωση των τελευταίων.[13]
Καθοριστική υπήρξε η ίδρυση της «Ελληνικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας», καθώς η επανάσταση στην Κρήτη ενισχύθηκε με τρόφιμα και πολεμοφόδια που έφταναν από την Ελλάδα με τα πλοία της Εταιρείας, που μετασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως οπλιταγωγά. Η παραπάνω εταιρεία ήταν η πρώτη του είδους της στην Ελλάδα και είχε έδρα την Ερμούπολη. Κύριο έργο της ήταν η διεξαγωγή της συγκοινωνίας στα νησιά και τις παράλιες πόλεις, καθώς και η ατμοπλοϊκή σύνδεση της Ελλάδας με το εξωτερικό. Εντούτοις, τα πλοία της χρησιμοποιήθηκαν και για τη στήριξη του Κρητικού Αγώνα (Τραυλός – Κόκκου 1980: 36).
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, τα πλοία της Εταιρείας «Ύδρα», «Πανελλήνιον», «Αρκάδιον», «Κρήτη» και «Ένωσις»[14] με γενναίους και ριψοκίνδυνους κυβερνήτες εφοδίαζαν τους επαναστάτες με συνεχείς αποστολές στα κρητικά παράλια, σε Μπαλί, Σίσι Μυλοποτάμου, Φοινικιά, Άγ. Βασίλειο, Τρυπητή Σφακίων, Πρασο- νήσι, Πρέβελη, αλλά και Γαύδο και Γαυδοπούλα (Παπαδάκης 1966γ: 258), διασπώντας τον τουρκικό αποκλεισμό και παραλαμβάνοντας πρόσφυγες και τραυματίες.[15] Μόνο ο πλοίαρχος Νικόλαος Σουρμελής[16] με τα ατμόπλοια «Κρήτη» και «Ένωσις» πραγματοποίησε περισσότερες από 50 διαδρομές στην Κρήτη, μεταφέροντας συνολικά πάνω από 2.310 τόνους εφοδίων (Δετοράκης 1990: 363). Κατά τον Ανδρέα Δρακάκη, οι παραπάνω θαλάσσιες επιχειρήσεις ενίσχυσαν τους στενούς δεσμούς μεταξύ των δύο νήσων (Δρακάκης 1995: 177, σημ.4). Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποστολή εφοδίων και πυρομαχικών είχε την έγκριση του Έλληνα πρωθυπουργού Κουμουνδούρου.[17] Ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του Παντέρμη Κρήτη εκφράζει με λογοτεχνικό τρόπο τα γεγονότα της Επανάστασης του 1866 και παρουσιάζει με τρόπο έντεχνο τον επαναστατικό αναβρασμό ολόκληρης της κοινωνίας της Σύρου, που είχε ταχθεί στο πλευρό των Κρητών. Μολονότι το έργο δε συνιστά ιστορικό κείμενο αλλά λογοτεχνικό, μεταφέρει τον αναγνώστη του στο κλίμα εκείνης της εποχής. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
«[…] Στη Σύρα, οι πατριώτες του Κομιτάτου είχαν ανασκουμπωθεί να συντρέξουνε τ’αδέρφια της. Οι μύλοι αλέθανε νύχτα μέρα το σιτάρι, οι ψωμάδες φουρνοπολεμούσανε, στα τουφεξήδικα δένανε φουσέκια, οι τσαγκαράδες μαστορεύανε στιβάνια, οι τερζήδες[18] βράκες και μεϊντάνια.[19] Όλους τούτους τους ζαερέδες[20] και τα μπαρουτότουβλα, το Κομιτάτο τα παράδινε λίγα – λίγα στο αδερ- φάτο των χαμάληδων, κι αυτοί τα στοιβάζανε στις μαούνες και τα βαστούσανε σκεπασμένα στη φύλαξή τους. Από κει, τη διορισμένη νύχτα, χωρίς να τους χαμπαρίσει κανείς, τα φορτώνανε μάνι – μάνι στο πυρόσκαφο, κι αυτό σαλπάριζε με σβησμένα φανάρια, στ’όνομα του Χριστού, και πήγαινε να σπάσει το μπλόκο της Κρήτης […] το κουρσάρικο […] φουντάριζε χωρίς να σβήσει τα καζάνια, και με το τσούρμο βουτημένο ως τη μέση στο νερό, ξεφόρτωνε χέρι – χέρι την πραμάτεια […] Δεν άργιε ν’ακουστούνε τα πέταλα των μουλαριών, που κατεβαίνανε μονοσκοίνι το σύρμα να σηκώσουνε τα προυκιά. Φορές – φορές ζύγωνε κι ο Τούρκος με τον ξεκατινιάρη του [πρόκειται για το θωρηκτό Ιτζεδίν] κι αρχίνιζε τα σμπάρα και τις ψευτοφωτιές […]. Μας φέγγουνε, να μη σκοντάψουμε, πάτησε κάποτε φωνή ο Σουρμελής, κ’ οι βράχοι χαχαρίσανε με το χωρατό. Το κουρσάρικο χτυπούσε τότες τις ρόδες του και ξέφευγε ακρίζοντας τη στεριά, όπου οι ξέρες και τα ρηχά κάναν ανεβολετά τ’αρμενίσματα για τις φρεγάδες. […] Από τις σπηλιές και τα βράχια ακούγονταν καμιά φορά το φωνοκλήσι της προσφυγιάς που καρτερούσε να την πάρουνε στην Ελλάδα. Ο καπετάνιος ξανάριχνε τότες σίδερο, όσο το συχωρούσε η νύχτα, και καργάριζε τ’αμπάρια του με μάνες και βυζανιάρικα […]» (Πρεβελάκης χχ.: 55-56).
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων ανεφοδιασμού της Κρητικής Επανάστασης σημειώθηκε επεισόδιο με το πλοίο «Ένωσις», όταν τουρκικός στολίσκος με αρχηγό τον Χοβάρτ Πασά (Hobart), έναν Άγγλο πρώην αξιωματικό του ναυτικού, υποχρέωσε, ύστερα από ανταλλαγή πυρών, το ελληνικό μεταφορικό πλοίο «Ένωσις» να αναζητήσει καταφύγιο στο λιμάνι της Σύρου. Όταν ο Χοβάρτ ζήτησε από τον Έλληνα διοικητή του νησιού να παραδώσει το σκάφος, ο τελευταίος αρνήθηκε, με δική του πρωτοβουλία, να συμμορφωθεί. Από την άλλη η Αθήνα, αντί να συγκαταθέσει στην παράδοση του «Ένωσις», απέστειλε έναν στολίσκο στη Σύρο με την εντολή να ζητήσει, εν ανάγκη με τη βία, από τον Πασά να εγκαταλείψει τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η επέμβαση της Γαλλίας πρόλαβε την ένοπλη σύγκρουση. Συμφωνήθηκε ο τουρκικός στόλος να απομακρυνθεί από την είσοδο του λιμανιού. Έμεινε, όμως, γύρω από αυτό, με συνέπεια να μη μπορεί το «Ένωσις» να αναχωρήσει, για να ενισχύσει την Επανάσταση στην Κρήτη, η οποία, χωρίς τη συνδρομή της Σύρου, κατεστάλη. Παράλληλα, με την επέμβαση της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας απετράπη ο πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας (Dakin 1982: 185· Δρακάκης 1968: 682-702).
Κατά τη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, εκτός από τη βοήθεια που προσέφεραν οι διάφοροι φορείς του νησιού στην ευόδωση και στήριξη του Κρητικού Αγώνα, οι γυναίκες της Σύρου διενέργησαν εράνους, για να βοηθήσουν τους Κρήτες πρόσφυγες (Τραυλός – Κόκκου 1982: 62). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο νησί βρήκε καταφύγιο και η οικογένεια Βενιζέλου, λόγω της επαναστατικής της δραστηριότητας. Ο νεαρός τότε Ελευθέριος Βενιζέλος ακολούθησε τον πατέρα του, Κυριάκο, στη Σύρο, όπου έμεινε για τρία χρόνια, και μετά επέστρεψε στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος μετέβη στη Σύρο το 1878 και ο πατέρας του τον έγραψε στο φημισμένο Δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου, απ’ όπου αποφοίτησε έχοντας, μάλιστα, καθηγητή του το γνωστό φιλόλογο και ιστορικό Β. Ψιλλάκη (Μακράκη 2005: 15, 17, 18).
Στα επόμενα χρόνια και στις επαναστάσεις που ακολούθησαν συνεχίστηκε το ενδιαφέρον των Συριανών για τον Αγώνα των Κρητών. Συνεχείς ανταποκρίσεις των γεγονότων της Κρήτης αλλά και εκφράσεις συμπαράστασης προς τον κρητικό λαό δημοσιεύονταν στις εφημερίδες της Ερμούπολης.[21] Οι κάτοικοι της Σύρου προσέφεραν τη βοήθεια τους όχι μόνο στους Κρήτες, αλλά και σε όλους όσοι βρήκαν καταφύγιο στο νησί τους.[22] Η Σύρος δέχτηκε επανειλημμένα πολλούς κατατρεγμένους Έλληνες. Στα 1882 έφτασαν στην Ερμούπολη, όπου και έμειναν για μικρό διάστημα, ομογενείς από την Αίγυπτο, ύστερα από εξέγερση των οπαδών του Αραβή. Με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 βρήκαν στο νησί καταφύγιο πολλοί Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τα γύρω νησιά. Παράλληλα, η προσφορά των Ερμουπολιτών δεν περιορίστηκε μόνο σε Έλληνες, καθώς ενίσχυσαν οικονομικά και τους πλημμυροπαθείς της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας (Τραυλός – Κόκκου 1980: 35).
Οι κάτοικοι της Σύρου βοήθησαν με κάθε μέσο τους Κρήτες επαναστάτες και τους Κρήτες πρόσφυγες που κατέφθασαν στο νησί. Οργάνωσαν αναγνώσματα σε φιλολογικές λέσχες που αφορούσαν στον Κρητικό Αγώνα, ενώ τις εισπράξεις από τις συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια των αναγνωσμάτων διέθεταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς.[23] Το 1897, ο Γάλλος πρόξενος στα Χανιά Blanc ενημέρωσε το Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών για τη μεταφορά χριστιανικού άμαχου πληθυσμού από την Κρήτη στη Σύρο και τη Μήλο, λόγω των κινητοποιήσεων που είχαν ξεσπάσει στη νήσο.[24] Την ίδια περίοδο συστάθηκαν επιτροπές για την περίθαλψη των Κρητών προσφύγων,[25] διενεργήθηκαν έρανοι,[26] δόθηκαν χορηγίες και δωρεές και διανεμήθηκε συσσίτιο σε όσους είχαν ανάγκη.[27] Η συμπαράσταση της Σύρου στους αγώνες των Κρητών εξελισσόταν πολλές φορές σε δυναμικές κινητοποιήσεις. Ενδεικτικό είναι το συλλαλητήριο του 1898 για τις φρικαλεότητες που εξελίσσονταν στην Κρήτη και τα ψηφίσματα του Δήμου Ερμουπόλεως και του Δικηγορικού Συλλόγου της πόλης υπέρ των Κρητών.[28]
Συμπερασματικά, η Σύρος, περισσότερο, ίσως, από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του τότε ελληνικού χώρου, και όχι μόνο, αποτέλεσε ιδανικό καταφύγιο για τους καταδιωκόμενους Κρήτες, ενώ υπήρξε συμπαραστάτης του Κρητικού Αγώνα και βάση του ανεφοδιασμού του. Οι δεσμοί των δύο νήσων, που σφυρηλατήθηκαν στα χρόνια των Κρητικών Επαναστάσεων, υφίστανται ως τις μέρες μας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Κυρίως από τη Χίο και τα Ψαρά.
[2] Η αλήθεια είναι ότι οι πρόσφυγες δεν προτίμησαν αρχικά τη Σύρο. Για παράδειγμα, η Τήνος δέχτηκε πολύ περισσότερους. Αφορμή της εγκατάλειψης της Τήνου στάθηκε η επιδημία πανώλης που ξέσπασε στα 1823, ο κυριότερος όμως λόγος ήταν ότι το λιμάνι και η θέση του δεν βοηθούσαν στην ανάπτυξη ενός εμπορικού κέντρου. Έτσι ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων μετακινήθηκε στη γειτονική Σύρο (Τραυλός – Κόκκου 1980: 26).
[3] Ο Πολιτάρχης ήταν ο αρχηγός της Πολιταρχίας, σώματος που αποτελούνταν από πολιτοφύλακες με καθήκοντα κατά κύριο λόγο εκτελεστικής δύναμης, η οποία λειτουργούσε παράλληλα με την Αστυνομία (Καραβίτης – Δανούσης χχ.: 25-26).
[4] Όπως οι Ζ. Βούρος, Ν. Καλλέργης, Ι. Ράλλης, Μ. Ναύτης, Ν. Φωκάς, Π. Πατε- ρόπουλος, Ν. Δαμβέργης, Αλεξανδράτος και Πάγκαλος (Παπαδάκης 1966β: 225-31).
[5] Για το ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής Αθηνών βλ. και Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών – Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ιστορικά Αρχεία, Αρχείο Ιωάννη Μιτσοτάκη (στο εξής Α.Ι.Μ.), αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 138, Μ. Κόρακας προς Μιτσοτάκη (11-4-1867) και Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 5α, αρ. εγγρ. 343, Επιτροπή Ανατολικών Επαρχιών προς Ι. Μιτσοτάκη (2-8-1868).
[6] Μέλη της Επιτροπής, εκτός του Μάρκου Ρενιέρη, ήταν οι Λ. Μελάς, Δ. Μαυροκορδάτος, Ι. Σκαλτσούνης, Π. Σκουλές, Σπ. Αντωνιάδης, Ανδρέας Αναγνωστάκης, Α. Παπαδάκης, Νικ. Νάζος, Γ. Νικολαΐδης, Γ. Κόμνος και Χ. Χριστόπουλος (Παχυνάκης 1988: 219-23).
[7] Για το ρόλο της Επιτροπής Σύρου βλ. και Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 411, Οργανωτική Επιτροπή Τμήματος Ρεθύμνης προς Ι. Μιτσοτάκη (1-10-1867) και Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 417, Μ. Α. Σκουλάς προς Ι. Μιτσοτάκη (2-10-1867).
[8] Οι παραπάνω επιτροπές απευθύνανε εκκλήσεις σε όσους μπορούσαν να τους βοηθήσουν στον Αγώνα. Πράγματι ενισχύθηκαν με συνεισφορές απ’ όλη την Ελλάδα και ελληνικές κοινότητες από το Λίβερπουλ ως την Καλκούτα και από την Αλεξάνδρεια ως την Οδησσό (Παχυνάκης 1988: 222-23). Ακόμα και από τη Βοστώνη χορηγήθηκε οικονομική ενίσχυση για τους κρήτες πρόσφυγες, ύψους 100.000 δολαρίων. Βλ. εφημερίδα Ερμούπολις, Ερμούπολη, 19 Οκτωβρίου 1866.
[10] Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 383, Α. Μήτσας (Τύλισσος) προς Ι. Μιτσοτάκη (23-9-1867): ο πρώτος ζητά χρήματα από το Μιτσοτάκη και τον παρακαλεί να τα κρατήσει από αυτά που θα του στείλει η επιτροπή Σύρου. — Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 411, Οργανωτική Επιτροπή του Τμήματος Ρεθύμνης προς τον Ιωάννη Μιτσοτάκη (1-10-1867): ζητά από τον Ι. Μιτσοτάκη να της μεταβιβάσει τα «100 εικοσόφραγκα» που είχε αποστείλει η Επιτροπή Σύρου. — Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 417, Μ. Α. Σκουλάς προς Ι. Μιτσοτάκη: ο πρώτος παρακαλεί το δεύτερο να στείλει να 100 ναπολεόντεια (νομίσματα) που είχε αποστείλει η Επιτροπή Σύρου. — Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 499, Μ. Μπογιατζόγλου (Σύρος) προς τις Επιτροπές Μαλεβυζίου, Τεμένους και Μεσσαράς (26-11-1867): στο έγγραφο υπάρχει αναλυτικός λογαριασμός των χρημάτων που έστειλε η Επιτροπή στον Ι. Μιτσοτάκη, στον αρχιμ. Παρθένιο Κελαϊδή και στις εν λόγω Επιτροπές.
[11] Βλ. ενδεικτικά Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 5β, αρ. εγγρ. 503, Ι. Μιτσοτάκης προς Επιτροπές και Αρχηγούς των Τμημάτων Ηρακλείου και Ρεθύμνου (24-6-1868). — Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 6α, αρ. εγγρ. 36, Ψαρουδάκης προς Ι. Μιτσοτάκη (29-1-1869).
[14] Τα ονόματα των τριών τελευταίων πλοίων, ίσως όχι τυχαία, μαρτυρούν τους δεσμούς της Σύρου με τη μεγαλόνησο.
[15] Βλ. και Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 3β, αρ. εγγρ. 300, Ι. Μιτσοτάκης (υποπρόξενος της Ρωσίας) προς Δενδρινό (27/8-1-1867): σύμφωνα με το έγγραφο, στις 26/71-1867 κατέπλευσαν στον όρμο της Αγίας Πελαγίας τα ελληνικά ατμόπλοια «Πανελλήνιον» και «Ύδρα» με 1000 ενόπλους και πολλά πολεμοφόδια (όπλα και τρόφιμα) για την ενίσχυση της Επανάστασης στις ανατολικές επαρχίες. Επίσης βλ. σχετικά με την αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων: Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 244, Γ. Λαδάς προς Ι. Μιτσοτάκη (17-7-1867). — Για τη μεταφορά γυναικοπαίδων στην ελεύθερη Ελλάδα βλ. και Α.Ι.Μ., αρ. φακ. 4α, αρ. εγγρ. 24, Αρχηγοί Ανατολικών Επαρχιών προς Ι. Μιτσοτάκη (12-1-1867).
[16] Ο Σουρμελής ήταν ένας ατρόμητος εμποροπλοίαρχος από τη Μύκονο. Κατά τις εξεγέρσεις της Κρήτης του 1867-1868 και του 1878 επέβαινε σε μικρά ελληνικά εμπορικά ατμόπλοια («Κρήτη», «Ένωσις» και «Πανελλήνιον») και κατόρθωσε να διασπάσει 42 φορές τον ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης, χωρίς να πάθει καμιά ζημιά από τη δράση της τουρκικής αρμάδας που τον κατεδίωκε. Κατά την Επανάσταση του 1867-1868 διέτρεξε 25 ταξίδια με τα ατμόπλοια «Κρήτη» και «Ένωσις». Κατά την Επανάσταση του 1878 έκανε 17 ταξίδια με το βραδυκίνητο «Πανελλήνιον» (Κυριαζόπουλος 1972: 7-64).
[17] Το πλοίο «Πανελλήνιον» μετέφερε στα Σφακιά άλευρα και πολεμοφόδια κατ’ εντολήν του Κουμουνδούρου (Κριάρης 1938: 241· Κριάρης 1930-1935: 103-766).
[18] Πρόκειται για τους ράφτες (Πυτικάκης 2001: 1074).
[19] Πρόκειται για κοντό εφαρμοστό επενδυτή που φοριόταν πάνω από το γιλέκο, εξάρτημα της κρητικής φορεσιάς (Πυτικάκης 2001: 609).
[20] Πρόκειται για τη σοδειά σε σιτηρά και κατ’ επέκταση τα τρόφιμα (Πυτικάκης 2001: 331).
[21] Βλ. ενδεικτικά: εφ. Ερμούπολις, Ερμούπολη, 5 Οκτωβρίου 1867, όπου δημοσιεύεται ποίημα για τα ορφανά των Κρητών, εφημερίδα Ερμούπολις, Ερμούπολη, 19 Οκτωβρίου 1866, όπου δημοσιεύεται ποίημα για τους εθελοντές της Κρήτης. Πολύ συχνά καταγράφονται τα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης σε εφημερίδες της Ερμούπολης. Βλ. ενδεικτικά εφ. Εξέγερσις, Ερμούπολη, 3 Μαΐου 1875, 9 Αυγούστου 1875, 22 Μαΐου 1876, 13 Ιουνίου 1876, 26 Ιουνίου 1876, 3 Ιουλίου 1876, 10 Ιουλίου 1876, 17 Ιουλίου 1876, 19 Ιουλίου 1876, 14 Αυγούστου 1876, 4 Σεπτεμβρίου 1876, 11 Σεπτεμβρίου 1876, 18 Σεπτεμβρίου 1876, 25 Σεπτεμβρίου 1876, 16 Οκτωβρίου 1876, 4 Δεκεμβρίου 1876, 24 Δεκεμβρίου 1876. Επίσης, βλ. ενδεικτικά εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 1 Ιουνίου 1885, 4 Ιουνίου 1885, 10 Μαΐου 1886, 25 Ιανουαρίου 1897, 4 Φεβρουαρίου 1897, 4 Μαρτίου 1897, 8 Μαρτίου 1897, 8 Μαρτίου 1897, 28 Αυγούστου 1898.
[22] Εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 24 Δεκεμβρίου 1897, «Επιτροπή κυρίων υπέρ της εγκαταστάσεως των προσφύγων Θεσσαλών, εφ. Πατρίς 19 Ιουλίου 1897 (υπέρ των προσφύγων Θεσσαλών). — Εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 10 Μαΐου 1897, «Λογοδοσία οικονομικού συσσιτίου προσφύγων Κρητών (έσοδα – έξοδα)».
[23] Βλ. ενδεικτικά εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 1 Φεβρουαρίου του 1886 και 8 Μαρτίου 1897.
[24] France, Ministere des Affaires Etrangeres, Affaires d’ Orient, Fevrier – Mai 1897, Paris 1897, Blanc a Honataux, Χανιά, 6 Φεβρουαρίου 1897.
[25] Εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 24 Δεκεμβρίου 1897, «Λογοδοσία της εν Ερμουπό- λει επιτροπής των κυριών προς περίθαλψιν των Κρητών προσφύγων Κρητών». Επίσης βλ. και εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 30 Μαΐου 1898, «Λογοδοσία της εντολής της Νομαρχίας Κυκλάδος παρά του δημαρχούντος Ερμουπόλεως Νικ. Παππα- δάμ συστάσεως επιτροπής προς συλλογήν συνδρομών και την προμήθειαν κλινοσκεπών τοις πρόσφυξιν απόροις από την Κρήτην».
[26] Βλ. και εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 8 Μαρτίου 1897. Γίνεται έκκληση στη φιλανθρωπία των Ερμουπολιτών, τη δωρεά του Δημ. Ζ. Πετροκόκκινου (από την Πετρούπολη) για τους Κρήτες πρόσφυγες, ύψους 5.000 χρυσών φράγκων, και τη συλλογή εράνων. Συμπερασματικά, πολλοί κάτοικοι της Ερμούπολης φρόντιζαν να ενισχύουν με κάθε τρόπο τους Κρητικούς που έφταναν στο νησί.
[27] Βλ. ενδεικτικά εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 15 Μαρτίου 1897, όπου αναφέρεται οικονομική ενίσχυση προς το συσσίτιο των Κρητών προσφύγων από τον Ανδρέα Συγγρό μέσω του Κωνσταντίνου Τσιροπίνα.
France, Ministere des Affaires Etrangeres, Affaires d’ Orient, Fevrier – Mai 1897, Paris 1897, Blanc a Honataux, Χανιά, 6 Φεβρουαρίου 1897.
Εφημερίδες
Εφ. Εξέγερσις, Ερμούπολη, 3 Μαΐου 1875, 9 Αυγούστου 1875, 22 Μαΐου 1876, 13 Ιουνίου 1876, 26 Ιουνίου 1876, 3 Ιουλίου 1876, 10 Ιουλίου 1876, 17 Ιουλίου 1876, 19 Ιουλίου 1876, 14 Αυγούστου 1876, 4 Σεπτεμβρίου 1876, 11 Σεπτεμβρίου 1876, 18 Σεπτεμβρίου 1876, 25 Σεπτεμβρίου 1876, 16 Οκτωβρίου 1876, 4 Δεκεμβρίου 1876, 24 Δεκεμβρίου 1876.
Εφ. Ερμούπολις, Ερμούπολη, 19 Οκτωβρίου 1866, 5 Οκτωβρίου 1867.
Εφ. Πατρίς, Ερμούπολη, 1 Ιουνίου 1885, 4 Ιουνίου 1885, 1 Φεβρουαρίου 1886, 10 Μαΐου 1886, 25 Ιανουαρίου 1897, 4 Φεβρουαρίου 1897, 4 Μαρτίου 1897, 8 Μαρτίου 1897, 15 Μαρτίου 1897, 10 Μαΐου 1897, 19 Ιουλίου 1897, 24 Δεκεμβρίου 1897, 30 Μαΐου 1898, 28 Αυγούστου 1898, 31 Οκτωβρίου 1898.
Βοηθήματα
Βακαλόπουλος 2001 : Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την Επανάσταση του 1821, Αθήνα: Ηρόδοτος.
Dakin 1982 : Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770 -1923, (μετάφραση: Α. Ξανθόπουλος), Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
Δετοράκης [2] 1990 : Θεοχ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο.
Δρακάκης 1979 : Α.Θ. Δρακάκης, Ιστορία του Οικισμού Ερμουπόλεως Σύρας, τ. Α’, (1821-1825), Αθήνα.
Καραβίτης – Δανούσης χχ. : Γ. Καραβίτης – Κ. Δανούσης, Ιστορία της Αστυνομίας στην Ελλάδα, Αθήνα: Υ.Δ.Τ. / Δ/νση Εκπαίδευσης – Τυπογραφείο Ελληνικής Αστυνομίας.
Κριάρης 1930-1935 : Π.Κ. Κριάρης, Ιστορία της Κρήτης (νέα) από των αρχαιοτάτων, μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τ. Γ’, Αθήνα.
__________ 1938 : Π.Κ. Κριάρης, Η Μεγάλη Κρητική Επανάστασις του 1866 – 1869 και οι από του 1821 πρόδρομοι αυτής, Αθήνα.
Πιτυκάκης [2] 2001 : Μ.Ι. Πυτικάκης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, τ. Β’, Νεάπολη.
Πρεβελάκης χχ. : Π. Πρεβελάκη, Παντέρμη Κρήτη, χρονικό του Σηκωμού του ’66, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
Τραυλός – Κόκκου 1980 : Ιωάννης Τραυλός – Αγγελική Κόκκου, Ερμούπολη. Η δημιουργία μιας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.
Τρούλης 2005 : Μ. Τρούλης, Εμμανουήλ Βυβιλάκης: Η ζωή, η δράση και το έργο του, Ρέθυμνο.
Άρθρα σε περιοδικά
Δρακάκης 1968 : Α.Θ. Δρακάκης, «Η προ του λιμένος της Σύρου ναυμαχία της Ενώσεως», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 7: 682-702.
Μακράκη 2005 : Λιλή Μακράκη, «Στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Α. Από τον ξεσηκωμό του 1866 στην Κρητική Πολιτεία», στο Θ. Βερέμης – Η. Νικολακόπουλος (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, Αθήνα, 11-32.
Τρούλης 1995 : Μ. Τρούλης, «Η σύσταση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών στην Ερμούπολη της Σύρου (23 Δεκεμβρίου 1859)», Πεπραγμένα του Ζ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο, 25-29 Αυγ. 1991) = Νέα Χριστιανική Κρήτη 6-7 (1994-1995), τ. Γ2, Ρέθυμνο, 597-608.
Με άδεια αναδημοσίευσης από τον κ. Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκη τον οποίο ευχαριστούμε θερμά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Τόμο Γ1 (Νεοελληνική Περίοδος – Κρητική Ιστορία 1821-1913, σελ. 409-424) των Πεπραγμένων του 1ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1-8/10/2006) Έκδοση: Φιλολογικός Σύλλογος “Ο Χρυσόστομος” 1899 – Χανιά 2011
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλόηγησης.Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.
Απολύτως απαραίτητα cookies
Το αυστηρώς απαραίτητο cookie θα πρέπει να είναι ενεργοποιημένο ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας για ρυθμίσεις cookie.
Εάν απενεργοποιήσετε αυτό το cookie, δεν θα μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που επισκέπτεστε αυτόν τον ιστότοπο θα χρειαστεί να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε ξανά τα cookies.
3rd Party Cookies
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων πληροφοριών, όπως τον αριθμό επισκεπτών στον ιστότοπο και τις πιο δημοφιλείς σελίδες.
Η διατήρηση αυτού του cookie μας επιτρέπει να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας.
Παρακαλούμε ενεργοποιήστε πρώτα τα απολύτως απαραίτητα cookies ώστε να μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας!