Από τις αναμνήσεις του χιώτη Λουκά Ράλλη, που μετά την ανεξαρτησία μας εγκαταστάθηκε στη Σύρο κι αργότερα στον Πειραιά, όπου το 1864 εκλέχτηκε δήμαρχος, λάβαμε αφορμή να ερευνήσουμε τα καθέκαστα μιας επίσκεψης στη Σύρο, κατά το 1831, του Ρώσου Ναυάρχου Πέτρου Ρίκορντ, πού αντικατέστησε τον Ναύαρχο Χέϋδεν, τον αρχηγό της Ρωσικής μοίρας κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Όπως είναι γνωστό, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος συνεχώς ραδιουργών κατά του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ανέλαβε την αρχηγία της αντιπολίτευσης με έδρα την Ύδρα. Εκεί εγκατασταθήκανε και πολλοί άλλοι σημαίνοντες που είχανε λόγους δυσαρέσκειας κατά του κυβερνήτη. Τον Απρίλη του 1831 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα και ο εξαίρετος δημοσιογράφος Αναστάσιος Πολυζωίδης και εκεί εξέδιδε την εφημερίδα του «Απόλλων», γεμάτη με πύρινα κατά του Καποδίστρια άρθρα.
ο πάρωνας “Άρης”, 1881 / Ιδιοκτησίας Α. Τσαμαδού
Ο Πόρος, η Αίγινα, η Σύρος, η Μύκονος, η Σίφνος και πολλά άλλα νησιά, υποκινηθήκανε από τους λεγόμενους «συνταγματικούς» και υποβάλλανε προς την κυβέρνηση αναφορές ζητώντας σύγκληση εθνοσυνέλευσης για την ψήφιση ενός συντάγματος που θα κατοχύρωνε τις ελευθερίες του λαού. Ουσιαστική όμως αντίδραση κατά του κυβερνήτη έδειξε η Σύρος, όπου ζούσαν τότε πολλοί φυγάδες από τη Χίο, που είχανε παράπονα γιατί πιστεύανε ότι λόγω αδιαφορίας του δεν μπορέσανε να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Η Σύρος, σαν μεγάλο εμπορικό κέντρο, διατηρούσε στενές σχέσεις με τη ναυτική Ύδρα, όπως επιβάλλανε και τα συμφέροντα της. Γρήγορα αναπτύχθηκε και εκεί σοβαρή αντιπολιτευτική κίνηση με επαναστατικό γραφείο του οποίου επικεφαλής ορίστηκε με απόφαση της Δημογεροντίας ο Λουκάς Ράλλης. Το γραφείο αυτό ανάπτυξε τέτοιες δραστηριότητες που, σύμφωνα με τις επιδιώξεις του Μαυροκορδάτου, επιφέρανε αναστάτωση σε ολόκληρο το Ελληνικό Αιγαίο. Οι Υδραίοι μάλιστα στείλανε στη Σύρο τον Πάρωνα «Άρης», ο όποιος αγκυροβόλησε στην είσοδο του λιμανιού και παρακολουθούσε τις κινήσεις των πλοίων που μεταφέρανε στα διάφορα νησιά τις σχετικές με την εξέγερση οδηγίες της Δημογεροντίας της Ερμούπολης, όπως ονομάστηκε η Σύρος μετά την κεραυνοβόλο της ανάπτυξη σε σημαντικότατο εμπορικό κέντρο.
Ρίκορντ Πιοτρ Ιβάνοβιτς (1776 – 1855)
Ο Ρώσος Ναύαρχος Ρίκορντ, τον Ιούλη του 1831, έλαβε οδηγίες από τον Καποδίστρια, να δράσει αμέσως κατά των υπό του Μιαούλη καταληφθέντων στο Ναύσταθμο του Πόρου πολεμικών πλοίων, προτού επαναπλεύσουν στην περιοχή από το Ναύπλιο, οι ναυτικές μοίρες των άλλων μεγάλων δυνάμεων. Δηλαδή η Αγγλική υπό τον Μοίραρχο Λάϊονς και η Γαλλική υπό τον Λαλάντ, τους όποιους ο Κυβερνήτης δεν θεωρούσε αφοσιωμένους σε αυτόν. Λίγες μέρες προ της δολοφονίας του ο Καποδίστριας έγραψε προς τον φίλο του Εϋνάρδο, μεταξύ άλλων και τα έξης: «Οι ναύαρχοι και οι πρέσβεις της Γαλλίας και της Αγγλίας δείχνουν φιλίαν προς τους ανθρώπους της Ύδρας».
Ο Ρίκορντ έσπευσε να συμμορφωθεί προς την επιθυμία του Κυβερνήτη κι έτσι προκάλεσε την εκτέλεση της απειλής του Μιαούλη ότι θα κάψει τα πολεμικά αν γίνει απόπειρα κατάληψης τους. Την 1 Αυγούστου 1831, ο Μιαούλης ανατίναξε τη φρεγάτα «Έλλάς» και την κορβέτα «Ύδρα», Ήδη προ ολίγων ήμερων, ο κυβερνήτης της κορβέτας «Νήσος των Σπετσών» Λάζαρος Πινότσης είχε τινάξει το καράβι του στον αέρα μόλις εκδηλώθηκε κίνηση κατάληψης του από ρωσικά ναυτικά αγήματα.
Ας έρθουμε τώρα στα συμβάντα της Σύρας. Καθώς γράφει ο Λουκάς Ράλλης, όταν τα λυπηρά γεγονότα του Πόρου μαθευτήκανε στη Σύρο, προκαλέσανε μεγάλη αναταραχή κι απογοήτευση. Την απογοήτευση διαδέχθηκε φόβος μόλις φθάσανε πληροφορίες από το Ναύπλιο, σύμφωνα με τις οποίες ο Ρωσικός στόλος θα ερχόταν σύντομα στη Σύρο για να τιμωρήσει τους αντικυβερνητικούς που είχαν επαναστατήσει.
Οι ανησυχητικές αυτές πληροφορίες δεν ήτανε αστήρικτες διαδόσεις. Καθώς είπαμε οι Συριανοί είχανε μπει για καλά στον αγώνα κατά του Κυβερνήτη. Επιπλέον ήτανε οι μόνοι πού είχανε ενισχύσει οικονομικά την ανταρσία και ήτανε γνωστό ότι πρόθυμα θα συνεχίζανε τις χορηγίες για την επιτυχία του επιδιωκομένου σκοπού. Από γράμμα, της 16 Ιουλίου 1831, του Αντώνιου Κριεζή προς τους αδελφούς Κουντουριώτη, γνωρίζουμε ότι πραγματικά ετοιμαζόταν κάποια σοβαρή δράση κατά της Σύρας. Καθώς γράφει ο Κριεζής: «Ο Κόντες είχεν ειπεί εις τον Σαχτούρην, ότι εντός ολίγου ή φρεγάτα “Ελλάς” θα ωπλίζετο για να σταλθή εις Σύραν με αυτόν ως κυβερνήτην, ο δε Κανάρης είπεν ότι εις Ναύπλιον θα έμβαρκαριστούν τετρακόσιοι στρατιώται εις το καράβι του Τσαμαδού για να πηγαίνουν εις Σύραν».
Μετά λίγες μέρες φάνηκε η φρεγάτα «Πριγκήπισσα Λόβιτς», ναυαρχίς του Ρίκορντ, μαζί με ένα άλλο Ρωσικό πολεμικό, να πλησιάζουνε προς το λιμάνι της Σύρας. Αμέσως ο πάρων «Άρης» τραβήχτηκε στο βάθος του λιμανιού, όπου άραξε πίσω από μερικά καράβια υπό ξένη σημαία. Τα Ρωσικά πολεμικά αγκυροβολήσανε στη μπούκα του λιμανιού δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι το αποκλείσανε. Οι Συριανοί τα χρειαστήκανε. Τους κατέλαβε φόβος και τρόμος. Αρχίσανε να τρέχουνε αλλόφρονες δεξιά κι αριστερά περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να αρχίσει ό κανονιοβολισμός της πόλης τους.
Ξαφνικά μια φαλαινίδα ξεκόλλησε από τη Ρωσική ναυαρχίδα. Με αυτήν αποβιβάστηκε ένας Έλληνας ναυτικός από τη Μήλο, που ήτανε στην υπηρεσία των Ρώσων ως πλοηγός και διερμηνέας. Κατευθύνθηκε προς τη Δημογεροντία, όπου εκ μέρους του ναυάρχου ζήτησε να πάνε πάνω στη ναυαρχίδα μερικοί γαλλομαθείς δημογέροντες για να συζητήσουν μαζί του. Ποιος όμως να πάει; Κανένας δεν προσφέρθηκε. Και με το δίκιο τους. Κατά τις πληροφορίες τους όλοι οι δημογέροντες και άλλοι πρόκριτοι θα μεταφερόντουσαν αιχμάλωτοι στο Ναύπλιο για να δικαστούν. Κατόπιν συμβουλίων και διαβουλίων αποφασίστηκε να παρακληθεί ο Λουκάς Ράλλης, που ήταν άριστος γνώστης της Γαλλικής να πάει αυτός πάνω στη ναυαρχίδα. Ο Ράλλης δέχτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας του που θεωρούσε την αποστολή αυτή τρομερά επικίνδυνη. Εξάλλου ο Ράλλης δεν ήτανε δημογέροντας και επομένως η άνοδος του στη ναυαρχίδα αποτελούσε πραγματικά μια μεγάλη προσφορά «υπέρ πατρίδος». Τον Ράλλη δέχθηκε να συνοδεύσει ο φίλος του συμβολαιογράφος Δαυίδ, που κι αυτός γνώριζε καλά γαλλικά.
Αμέσως ετοιμάστηκε μια μεγάλη βάρκα με τέσσερις κωπηλάτες. Κατά την επιβίβαση των απεσταλμένων, συγγενείς και φίλοι άλλα κι ένα μεγάλο πλήθος λαού τους κατευόδωσε κλαίγοντας διότι, κατά τη γενική πεποίθηση, οι δυο αντιπρόσωποι πηγαίνανε ηρωικά και εθελοντικά προς βέβαιο χαμό.
Όταν ανεβήκανε στη ναυαρχίδα του Ρίκορντ, τους υποδέχθηκε ο αξιωματικός υπηρεσίας και τους ρώτησε ποιοί ήσαν και τι θέλουν. Απαντήσανε ότι είναι απεσταλμένοι της Δημογεροντίας σύμφωνα με την επιθυμία του ναυάρχου.
«Πολύ καλά», τους είπε τότε ευγενικά ο αξιωματικός. «Περιμένετε να ειδοποιήσω τον ναύαρχο»
Όταν ο αξιωματικός ξανανέβηκε στο κατάστρωμα τους είπε:
«Ο ναύαρχος είναι λίγο κακοδιάθετος. Σας παρακαλεί να κατεβείτε στο καρέ του διαμερίσματος του».
Κατέβηκαν και κάθισαν. Σε λίγο ο ναύαρχος πρόβαλε στην πόρτα της καμπίνας του τρίβοντας με κολώνια το μέτωπο του.
«Με συγχωρείτε Κύριοι» τους είπε, «Υποφέρω σήμερα από ένα δυνατό πονοκέφαλο. Θα γυρίσω αμέσως.»
Η φιλική οικειότης και το καλοκάγαθο ύφος του ναυάρχου, έκανε τους δυο απεσταλμένους να διώξουν το φόβο από την ψυχή τους και να πάρουν κάποιο θάρρος. Σε λίγο ο ναύαρχος βγήκε από την καμπίνα του, τους χαιρέτησε με χειραψία και ρώτησε:
«Είσαστε δημογέροντες;»
«Όχι» απάντησε ο Ράλλης. «Οι δημογέροντες δεν γνωρίζουν γαλλικά και για αυτόν το λόγο μας ανάθεσαν να τους αντιπροσωπεύσουμε».
«Αι, λοιπόν τότε πέστε μου εσείς, τι πάθατε εμπορευόμενοι άνθρωποι και φτάσατε σε τέτοιες απελπιστικές ενέργειες κατά της κυβέρνησης σας;»
«Μάλιστα, σεβαστέ μας ναύαρχε», απάντησε ο Ράλλης. «Εσείς που είσαστε τόσο καλός και ευγενικός, επιτρέψτε μας να σας εκθέσουμε ελεύθερα τα παράπονα μας.»
«Αυτό επιθυμώ κι εγώ. Να μάθω την αλήθεια.»
«Κύριε ναύαρχε, η Ερμούπολις είναι μια νέα εμπορική πόλις που κτίστηκε με πολλούς κόπους και θυσίες από ανθρώπους κατατρεγμένους και διωγμένους από την Τουρκία και ζει και υπάρχει χάρις στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Νομίζει η εξοχότης σας ότι μια εμπορική πόλις είναι ποτέ δυνατόν να μην αναγνωρίζει ότι το συμφέρον και η ευημερία της εξαρτώνται από την ησυχία και την τάξη;»
«Βέβαια», απάντησε ο Ρίκορντ, «και για αυτό απορώ».
«Σεβαστέ μας ναύαρχε. Για να φτάσει μια πόλις σαν τη δική μας σε ανταρσία κατά της κυβέρνησης της χώρας της, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Ή ότι οι κάτοικοι της παραφρονήσανε, ή ότι φτάσανε σε τέτοιο σημείο απόγνωσης, ώστε να κλείσουνε τα μάτια τους και να πούνε: Ας ενωθούμε με το υγιές μέρος του έθνους και ας γίνει ότι γίνει».
Οι δυο απεσταλμένοι, στη συνέχεια, εκθέσανε με άνεση, όλα τα παράπονα τους κατά του Κυβερνήτη, όπως βέβαια, κακώς, οι Ερμουπολίτες τα αντιλαμβανόντουσαν, υπό το πνεύμα απεριόριστης ελευθερίας χωρίς καμιά κρατική εποπτεία. Τελικά ο Ράλλης είπε:
«Τώρα ναύαρχε μου, πού ακούσατε γυμνή την αλήθεια μπορείτε να μας κρίνετε και να μας καταδικάσετε διότι αντισταθήκαμε στο δεσποτισμό».
«Όχι, όχι», απάντησε ο Ρίκορντ, «Εγώ δεν ήλθα εδώ για να σας βλάψω. Το αντίθετο. Επιθυμώ να σας βοηθήσω για να με θυμόσαστε με συμπάθεια. Σταματήστε τις αντιδράσεις και μη παρασύρεστε από τους δημαγωγούς. Το νεοσύστατο κράτος σας πρέπει να οργανωθεί πάνω σε βάσεις πειθαρχίας και ενότητας για να ορθοποδήσει και επιζήσει. Εγώ αναλαμβάνω να σας συμφιλιώσω με την κυβέρνηση. Διαβεβαιώστε τους συμπολίτες σας ότι θα εργαστώ για την ησυχία και την πρόοδο της πόλης σας».
«Πραγματικά εξοχώτατε», πρόσθεσε ο Ράλλης, «μόλις αποβιβαστούμε θα σπεύσουμε να καθησυχάσουμε τους συμπολίτες μας, γιατί ο κατάπλους σας στο λιμάνι μας χωρίς να γνωρίζουμε τις προθέσεις σας, ομολογούμε ότι δημιούργησε μεγάλη αναταραχή και ανησυχία».
Οι δυο απεσταλμένοι ευχαριστήσανε θερμά τον ναύαρχο για τις τόσο καλές προθέσεις του και σηκωθήκανε να φύγουν. Την τελευταία στιγμή ο Ράλλης πρόσθεσε:
«Ναύαρχε μου, θέλετε να συμπληρώσετε το καλοκάγαθο έργο σας;»
«Τι θέλετε; Μιλήστε ελεύθερα».
«Αύριο Κυριακή να βγάλετε τη μουσική σας στα Βαπόρια (πλατεία στο ανατολικό μέρος της Σύρας) για να χαρεί κι ευχαριστηθεί ο κόσμος».
«Μάλιστα. Ευχαρίστως», απάντησε ο Ρίκορντ. «Αύριο τ’ απόγευμα στις πέντε».
Οι δυο αντιπρόσωποι ενθουσιασμένοι από την καλή εξέλιξη που πήρε η υπόθεση, αποχαιρετήσανε θερμά τον ναύαρχο και βγήκανε στην ξηρά. Μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί στην αποβάθρα γεμάτο ανησυχία για την τύχη των δύο συμπολιτών τους. Όσο αργούσαν τόσο οι ανησυχίες φουντώνανε. Άμα τους είδαν να βγαίνουν σώοι και αβλαβείς τους υποδεχθήκανε με αγκαλιάσματα, φιλιά και δάκρυα χαράς. Το θέαμα ήταν πολύ συγκινητικό. Όλοι ρωτούσανε: «Τι έγινε; Τι σας είπε;».
Οι απεσταλμένοι καθησυχάσανε τους συμπολίτες τους κι αμέσως, επικεφαλής όλων των παρευρισκομένων κατευθυνθήκανε στα γραφεία της Δημογεροντίας όπου διηγηθήκανε όλα τα διαμειφθέντα με κάθε λεπτομέρεια.
Μετά την ενημέρωση αρχίσανε οι προετοιμασίες για την επομένη που θα έβγαινε η μουσική και όλος ο κόσμος ειδοποιήθηκε να πάει να την απολαύσει συν γυναιξί και τέκνοις. Τον φόβο και την απογοήτευση διαδέχθηκε χαρά και αισιοδοξία.
Την επομένη το απόγευμα, πολύ νωρίς, οι Συριανοί γεμίσαμε την πλατεία όπου θα έπαιζε η μουσική. Η χαρά ήτανε ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Τη συμφωνημένη ώρα βγήκε η μπάντα της Ρωσικής ναυαρχίδας και υπό συνοδεία πλήθους νεαρών Συριανών κατευθύνθηκε προς την πλατεία παιανίζουσα. Η Δημογεροντία είχε φροντίσει να τοποθετηθούν τραπέζια με γλυκά και ποτά για τους μουσικούς, τους αξιωματικούς, και τα κατώτερα πληρώματα των Ρωσικών πολεμικών. Άλλα τραπέζια είχαν στρωθεί για τους ντόπιους. Ο Ναύαρχος Ρίκορντ βγήκε κι αυτός από νωρίς, σεργιάνισε αρκετά στην πλατεία συντροφιά με τους δημογέροντες και ειλικρινά χαιρόταν βλέποντας τον κόσμο εύθυμο κι ευχαριστημένο. Η μουσική έπαιξε έως ότου νύχτωσε κι ο κόσμος έμεινε διασκεδάζοντας μέχρι την τελευταία στιγμή. Τέλος ο Ρίκορντ, ικανοποιημένος χαιρέτησε όλους θερμά κι ευχαρίστησε για τις περιποιήσεις διαβεβαιώνοντας τους πάντες ότι μόλις επιστρέψει στο Ναύπλιο θα φροντίσει για τη συμφιλίωση της πόλης με τον κυβερνήτη. Έτσι ηρεμήσανε τα πράγματα.
Δυστυχώς επακολούθησε η δολοφονία του Κυβερνήτη που έφερε στον τόπο μόνιμη αναρχία. Κατά την περίοδο αυτή ο Ναύαρχος Ρίκορντ διαδραμάτισε αξιόλογο ειρηνευτικό ρόλο. Τον Αύγουστο του 1832, όταν η συνεχιζόμενη αναρχία κατέστησε αναγκαία την εγκατάσταση κάποιας αρχής, γεννήθηκε η ιδέα της εκλογής του Ρώσου ναυάρχου ως προσωρινού κυβερνήτη. Την ιδέα υιοθετήσανε με ιδιαίτερη ικανοποίηση οι Ρωσόφιλοι και η Γερουσία, η οποία βασίστηκε για την εκλογή του στο ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης με το όποιο είχαν απονεμηθεί στον ναύαρχο δικαιώματα Έλληνα πολίτη. Αμέσως εκδηλώθηκε ισχυρή Αγγλική και Γαλλική αντίδραση και ο Ρίκορντ αρνήθηκε ν’ αναλάβει.
Ο Ναύαρχος Ρίκορντ αναδείχθηκε ένας πολύ κάλος αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην περιοχή του Αιγαίου. Δημιούργησε πολλές συμπάθειες και καλλιέργησε τα ρωσόφιλα αισθήματα του Ελληνικού λάου. Το μόνο μελανό σημείο της πολιτικής του στην Ελλάδα είναι ότι έσπευσε να εκτελέσει τη σχετική εντολή του Καποδίστρια και επεχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχο του τα υπό του Μιαούλη καταληφθέντα στον Πόρο πλοία χωρίς να περιμένει την επιστροφή από το Ναύπλιο των αρχηγών της Αγγλικής και Γαλλικής μοίρας.
Καθώς βεβαιούται από την αναφορά της 12 Αυγούστου 1831 του Γάλλου Ναυάρχου Λάλαντ προς τον τότε Υπουργό των Ναυτικών της Γαλλίας Αντιναύαρχο Κόμητα Δεριγνύ, όταν οι τρεις ναύαρχοι βρεθήκανε προ της αδιαλλαξίας του Μιαούλη, ο Λάϊονς και αυτός, πριν χρησιμοποιήσουν βία, αποφασίσανε να πάνε στο Ναύπλιο για να συνεννοηθούν με τον Κυβερνήτη. Πριν αποπλεύσουν συστήσανε επίμονα στον Ρίκορντ ν’ αποφύγει κάθε σύγκρουση με τους επαναστάτες. Γράφει ο Λάλαντ: «Όταν αποχωριστήκαμε από τον Ναύαρχο Ρίκορντ είμαστε βέβαιοι ότι θα χρησιμοποιούσε βία ή όχι, ανάλογα με την επιθυμία του Κυβερνήτη. Στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης μας εδήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να χρησιμοποιηθεί βία αλλά ούτε ήθελε να προβεί σε παραχωρήσεις. Μας πρότεινε να αποκλείσουμε στενά τα λιμάνια των επαναστατών για να εξαναγκαστούν σε υποταγή. Δεν μας ανακοίνωσε τις διαταγές του προς τον Ναύαρχο Ρίκορντ, ο οποίος υπεστήριζε ότι αγωνίζεται παρά τη θέληση του κατά των επαναστατών».
Αν ο Ρίκορντ περίμενε την επάνοδο των Ναυάρχων Λάϊονς και Λαλάντ, η εξέλιξη των γεγονότων, πιθανότατα, θα ήταν διαφορετική και ο Ναύαρχος Μιαούλης δεν θα βρισκόταν στην ανάγκη ν’ ανατινάξει τα πολεμικά καράβια πού είχε καταλάβει.