Ειδώλιο (είδος=μορφή) στο λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας σημαίνει το μικρού μεγέθους ομοίωμα που αποδίδει με αφηρημένο ή συγκεκριμένο τρόπο τη μορφή ανθρώπου, ζώου, φυτού ή αντικειμένου, από διάφορα υλικά.
Φέτος στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας, ας θυμηθούμε τα κυκλαδικά ειδώλια που παριστάνουν γυναικείες μορφές που στέκουν γυμνές με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος. Η αφηρημένη μορφή τους ίσως να αποτελούσε ιδεατή απόδοση μιας “Μητέρας Θεάς”, σύμβολο γονιμότητας και αναγέννησης.
Στα νησιά των Κυκλάδων έχουν βρεθεί ίχνη ενός ιδιαίτερου πολιτισμού ο οποίος ονομάστηκε Κυκλαδικός πολιτισμός. Οι Κυκλαδίτες, λαός ναυτικός, ανέπτυξαν όχι μόνο το εμπόριο, αλλά και τις τέχνες. Το άφθονο και εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο έδωσε την πρώτη ύλη στους γλύπτες, οι οποίοι σκάλισαν πάνω του σκεύη και μικροαντικείμενα καθώς και τα περίφημα Κυκλαδικά ειδώλια. Το ύψος τους είναι περίπου 25-30 εκατοστά, υπάρχουν όμως και ειδώλια με ύψος έως 153 εκατοστά. Συνήθως παριστάνουν γυμνές γυναίκες, όρθιες με τα χέρια στήθος, μακρύ λαιμό, πέλματα λοξά με χαραγμένες λίγες λεπτομέρειες.

Τα περισσότερα ειδώλια βρέθηκαν μέσα σε τάφους και ορισμένα σε σπίτια, ιερά και οικισμούς. Το αρχαιότερο Κυκλαδικό ειδώλιο βρέθηκε στο Σάλιαγκο, ένα νησάκι μεταξύ της Πάρου και της Αντιπάρου. Ο πρώτος που συστηματοποίησε τη μελέτη του κυκλαδικού πολιτισμού ήταν ο σπουδαίος Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τη σημασία τους. Έχουν ερμηνευτεί ως υποκατάστατα ανθρωποθυσιών ή ως εικόνες σεβαστών προγόνων, ως ψυχοπομποί ακόμα και ως παιχνίδια για να παίζει με αυτά ο νεκρός. Μια άλλη ερμηνεία θέλει τα ειδώλια μορφές, παρόμοιες με τους ήρωες και τις νύμφες του ελληνικού πανθέου. Πιο πολύ έχει υποστηριχθεί ότι απεικονίζουν τη θεότητα της Γονιμότητας.
Το τι πραγματικά αντιπροσωπεύουν δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά. Άλλωστε αυτή είναι η γοητεία της ερμηνείας. Πέρα από τη σχέση του ανθρώπου με την θεότητα, μας οδηγούν και σε άλλες αναζητήσεις. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχουν γραπτά κείμενα, αποτελούν βασική πηγή γνώσης, όχι μόνο για την τέχνη των ανθρώπων της εποχής εκείνης, αλλά και για την κοινωνική πραγματικότητα όπου ζούσαν, τα ταφικά τους έθιμα, τις θρησκευτικές τους δοξασίες, τις ασχολίες τους κ.α..
Το λευκό μάρμαρο ήταν υλικό που υπήρχε σε αφθονία στα νησιά. Επειδή όμως είναι σκληρό υλικό το λάξευαν με μεταλλικά εργαλεία κυρίως από χαλκό όπως σμίλες, βελόνα κ.α. και λείαιναν την επιφάνειά του με ελαφρόπετρα. Ήταν μια επίμονη εργασία και για ένα περίτεχνο έργο χρειαζόταν αρκετό χρόνο. Οι Κυκλαδίτες καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν ορυκτά χρώματα, δηλαδή που έβγαζαν από τη γη για να ζωγραφίσουν τα μάτια, το στόμα και άλλες λεπτομέρειες που χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Αλλά πώς δημιουργούσαν τα χρώματα; Πρώτα έτριβαν το ορυκτό για να γίνει πούδρα, χρησιμοποιώντας δύο πέτρες και μετά το ανακάτευαν με λάδι ή νερό (πιθανόν και αυγό) για να σταθεροποιηθεί. Μετά χρωμάτιζαν την δημιουργία τους. Στη πλειοψηφία τους τα Κυκλαδικά ειδώλια αναπαριστάνουν γυναίκες γυμνές με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος. Προς τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.χ. όμως κατασκευάζονται και αντρικά ειδώλια. Οι αντρικές μορφές εικονίζονται σε συγκεκριμένες δραστηριότητες όπως π.χ. ως μουσικοί ή κυνηγοί ή πολεμιστές. Η μορφοποίηση του ανθρώπινου σώματος ποικίλλει. Βρέθηκαν βιολόσχημα ειδώλια, με σώμα δηλαδή που θυμίζει περισσότερο βιολί αλλά βρέθηκαν και ορισμένα περίοπτα με ανεπτυγμένη κίνηση όπως ”ο Προπίνων” που σηκώνει το χέρι σε πρόποση, ”ο αυλητής”, ο οποίος παίζει διπλό αυλό καθώς και ”ο αρπιστής”.
Τα κυκλαδικά ειδώλια δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει κανείς ως εξαιρετικές ή απροσδόκητες επιτυχίες τεχνιτών που πειραματίζονται σε ένα πολλά υποσχόμενο υλικό,την αυγή του πολιτισμού. Η αυτοτέλεια, η εκφραστική δύναμη, η ήσυχη βεβαιότητα, η αφαιρετικότητα και η ηρεμία του ύφους που αποπνέουν, μαρτυρούν μια μεγάλη τέχνη και όχι απλώς την τέχνη του πρώιμα σε χρονολογία καθώς και της ανθρώπινης δραστηριότητας όμως δεν παύουν να φαντάζουν στα μάτια μας ως εκπληκτικά επιτεύγματα.
Πηγή: https://el.wikipedia.org
Διαβάστε ακόμα: Online η έκθεση “Κυκλαδική Κοινωνία – 5000 χρόνια πριν” με εκθέματα και της Σύρου