Το πρόγραμμα της ανέγερσης νέων σχολικών κτιρίων για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική μαρτυρία της επικράτησης του ήθους και της πρόσληψης της ευρωπαϊκής μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα του 1930. Παράλληλα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της κουλτούρας του «εξευρωπαϊσμού» και της προόδου που θα προωθήσει σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής του τόπου η δεύτερη κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα των νέων διδακτηρίων αποτελεί επίτευγμα όχι κάποιας ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή ενός φωτισμένου ευεργέτη, αλλά μιας δημόσιας υπηρεσίας, των τεχνικών δηλαδή υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας της εποχής. Τα «σχολεία Παπανδρέου», όπως θα αποκληθούν στη συνέχεια, θα αντιπροσωπεύσουν τη ναυαρχίδα του Μοντέρνου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, και για τον λόγο αυτό θα προβληθούν με μοναδικό τρόπο, κυρίως από τον ξένο αρχιτεκτονικό Τύπο της εποχής. Η νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική, πράγματι, θα γνωρίσει δύο περιόδους κατά τις οποίες η προβολή της στο εξωτερικό θα κορυφωθεί: πρόκειται για την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και, ακριβώς, για την πρώτη πενταετία του 1930 με αντικείμενο κυρίως τα νέα σχολικά κτίρια. Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, η μεθοδικότητα της υλοποίησης και η αρχιτεκτονική σημασία των διδακτηρίων αυτών παρήγαγαν ένα αποτέλεσμα που όμοιό του δεν γνώρισε η μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ευρώπη μεταξύ των δύο πολέμων: η τελευταία επιδόθηκε, ως γνωστόν, στη μαζική υλοποίηση αρχιτεκτονικών προγραμμάτων με σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, όπως συγκροτήματα οικονομικών κατοικιών, νοσοκομεία ή βιομηχανικά κτίρια. Το ελληνικό ωστόσο επίτευγμα στον τομέα των σχολικών κτιρίων δεν βρίσκει όμοιό του στην Ευρώπη.
Τα χαρακτηριστικά των νέων σχολείων, που βασίζονται στην ορθολογική διαχείριση των λειτουργιών και στην απέριττη μορφοπλασία, υιοθετώντας έτσι τη γλώσσα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, σχετίζονται με την ανάγκη εξοικονόμησης τόσο χρημάτων όσο και χρόνου κατασκευής. Η ανάπτυξη συνεπώς του ελληνικού σχολικού προγράμματος διέπεται από τις ίδιες αρχές που οδήγησαν στη γέννηση του μοντέρνου κινήματος στην Κεντρική Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: την ταχύτητα και την οικονομία υλοποίησης της πρώτης χαρακτηριστικής τυπολογίας του Μοντέρνου, της παραγωγής δηλαδή των οικιστικών συγκροτημάτων (Siedlungen) για τη στέγαση των λιγότερο εύπορων πολιτών ή βιομηχανικών εργατών στις πόλεις του Βορρά. Συνεπώς, στην ελληνική περίπτωση, δεν έχουμε να κάνουμε με την προσέγγιση μιας ποιητικής μεσογειακότητας, ή με μια αρχιτεκτονική που ταυτίζεται με το «παιχνίδι των όγκων κάτω από το φως», σύμφωνα με τη ρήση του Le Corbusier, αλλά με την εφαρμογή ενός αυστηρού και μεθοδικού φονξιοναλιστικού πνεύματος για την ικανοποίηση βασικών συλλογικών αναγκών. Στην Ελλάδα η υλοποίηση του σχολικού προγράμματος αποκτά πολιτική σημασία, εξαιτίας της μαζικότητας του εγχειρήματος, της κοινωνικής του αποστολής και της αποτελεσματικότητας ως προς την ανταπόκριση σε συγκεκριμένους στόχους.
Το 1933, την ίδια χρονιά του 4ου CIAM, ανατίθεται από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος στον Πάτροκλο Καραντινό η επιμέλεια ενός επίσημου τόμου για τα νέα σχολικά κτίρια. Ο Καραντινός επεξεργάζεται μια δίγλωσση έκδοση (ελληνικά/γαλλικά) και προχωρεί στην επιλογή 134 έργων που παραθέτει σε 295 σελίδες. Η επιλογή είναι χωρίς αμφιβολία «στοχευμένη» υπέρ των μοντέρνων σχολείων και όχι εκείνων που δεν συμμερίζονταν τον ρασιοναλιστικό μορφοπλαστικό προσανατολισμό τον οποίο επιχειρούσαν να καθιερώσουν στο Γραφείο Μελετών ο Καραντινός και οι άλλοι πιο γνωστοί μοντερνιστές του σχολικού προγράμματος. Ο Καραντινός επιδιώκει να αναδείξει τα καλύτερα παραδείγματα σχολείων που υιοθετούν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική γλώσσα σε μια περίοδο που η νέα αρχιτεκτονική, στην Ελλάδα και στη Γηραιά Ήπειρο ακόμη περισσότερο, δέχεται όλο και μεγαλύτερη κριτική και επιθέσεις από αρχιτέκτονες ή κύκλους που υιοθετούν μια πιο συντηρητική οπτική ή από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που έχουν πλέον επικρατήσει στην Ευρώπη.
Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η παραγωγή ενός τόμου εντυπωσιακού για την τεκμηρίωση των έργων που παρουσιάζονται στις σελίδες του. Έκδοση αντάξια ως περιεχόμενο οποιουδήποτε αντίστοιχου τόμου στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, θα παραμείνει το μοναδικό βιβλίο για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική που θα εκδοθεί στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτόν τον λόγο παραμένει ένα πολύτιμο ντοκουμέντο όχι μόνο ποιοτικής αρχιτεκτονικής δραστηριότητας στο σύνολο του ελληνικού χώρου, αλλά και αναβίωσης της συλλογικής μνήμης για γενιές Ελληνοπαίδων που φοίτησαν ανά τη χώρα στα «σχολεία του ’30».
Η ανατύπωση του βιβλίου «Τα Νέα Σχολικά Κτίρια» έγινε στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου «Το Μπάουχαους και η Ελλάδα» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (30.5-1.6.2019). Η «αναβίωση» αυτού του θρυλικού, αλλά απόλυτα δυσεύρετου τόμου, σχετικού με την πιο εμβληματική συμβολή του ελληνικού μοντέρνου κινήματος στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, αποτελεί εύγλωττο «αφιέρωμα» στο πλαίσιο της 100ής επετείου από την ίδρυση της σχολής του Μπάουχαους και της διεθνούς συζήτησης και ανταλλαγής γύρω από τη σημασία της με την ευκαιρία του αθηναϊκού συνεδρίου. Η ανάδυση αυτού του βιβλίου από τη λήθη αποτελεί πράξη χρέους και οφειλής απέναντι στους αρχιτέκτονες του πρόσφατου παρελθόντος, που οραματίστηκαν μια καλύτερη Ελλάδα’ είναι χρέος και προς όσους, νεότερους ερευνητές, αποφασίσουν να ασχοληθούν ακόμη πιο διεξοδικά με ένα σπουδαίο κεφάλαιο της νεότερης έντεχνης αρχιτεκτονικής μας παράδοσης. Η έκδοση αυτή είναι ωστόσο σημαντική και ως τεκμηρίωση στο πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας: τα «σχολεία του ’30» δεν είναι μόνο αστικές ή περιαστικές «ακροπόλεις της γνώσης» αλλά και διαχρονικοί πυκνωτές συλλογικής εμπειρίας τριών τουλάχιστον γενεών.
Η έκδοση φιλοδοξεί ωστόσο να συμβάλει και σε κάτι ακόμη: στην προσπάθεια διάσωσης αυτών των σχολείων ή των σημαντικότερων από αυτά σε εθνικό επίπεδο. Η προστασία και αποκατάστασή τους είναι πράξη ιστορικής συνείδησης και αντίληψης της αρχιτεκτονικής τους σημασίας: είναι δηλαδή κατάθεση πολιτισμού. Η τεκμηρίωση αυτού του τόμου μάς δείχνει πώς ήταν τα σχολεία αυτά μετά την αποπεράτωσή τους και σε ποια ακριβώς κατάσταση οφείλουν και μπορούν να επανέλθουν. Η νέα έκδοση του βιβλίου δεν αποτελεί απλή ανατύπωση. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1938 με τις τεχνικές της εποχής (τσιγκογραφία) και η σημερινή αναπαραγωγή του έθετε κάποια προβλήματα. Η ποιότητα των ασπρόμαυρων εικόνων ήταν μέτρια, ενώ η σελιδοποίηση παρουσίαζε μεγάλη «ποικιλία» καθώς δεν υπάκουε σε έναν γενικό κανόνα ενθέσεων και αντιμετώπιζε κάθε μία σελίδα σχεδόν ως αυτόνομη σύνθεση, ενίοτε με εικόνες «παράγωνες» ως προς τις αρχές σχεδιασμού εντύπων. Θεωρήσαμε φυσικά ότι η σελιδοποίηση της εποχής έπρεπε να παραμείνει ως έχει’ έγιναν ωστόσο ελάχιστες «οπτικές διορθώσεις» σε σχέση με το πρωτότυπο και για τον λόγο ότι όλες ανεξαιρέτως οι εικόνες υπέστησαν νέα επεξεργασία και τοποθετήθηκαν εκ νέου σε έγγραφο σελιδοποίησης σύμφωνα με το αρχικό κλισέ του βιβλίου.
Ανδρέας Γιακουμακάτος
Καθηγητής Ιστορίας,
Κριτικής Ανάλυσης και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής
Ακολουθεί το πρωτότυπο ΥΠΟΜΝΗΜΑ από το βιβλίο του κ. Καραντινού, όπου αναφέρεται το σκεπτικό σχεδιασμού των σχολείων, εναρμονισμένο και στις ανάγκες της εποχής:
Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ουδέν σχολικόν κτίριον κατεσκεύασε μέχρι τοῦ έτους 1895. Ἀπό τοῦ 1895 μέχρι τοῦ 1920 ἀνηγέρθησαν δαπάναις τοῦ Κράτους ἐν συνόλω 500 περίπου διδακτήριο δημοτικής ἐκπαιδεύσεως. Καί ἀπό τοῦ 1920 μέχρι τοῦ 1929 ἐπεχορηγήθησαν δαπάναις τῶν ἐκπαιδευτικῶν τελῶν καθῶς καί τῶν έκπαιδευτικών κληροδοτημάτων χίλια περίπου κοινοτικά διδακτήρια.
Κατά τό ἔτος 1930 ἀπεφασίσθη καί ἔχει ἤδη ὀλοσχερῶς περατωθῇ, ἡ ἀνέγερσις 4.000 περίπου νέων διδακτηρίων εἰς τάς πόλεις καί τήν ὕπαιθρον, εἰς τρόπον ὥστε σήμερον τό διδακτηριακόν μας πρόβλημα νά ἔχη λυθῇ κατά τό μεγαλύτερον μέρος του.
Ἡ Ἀρχιτεκτονική Ὑπηρεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, μετά σοβαράν μελέτην τοῦ ζητήματος, ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν τάς κλιματολογικός συνθήκας τοῦ τόπου καί ἐντός τοῦ πλαισίου τῶν οἰκονομικῶν μέσων τά ὁποῖα διέθετε, κατέληξε και ἐφήρμοσε δύο διακεκριμένους τύπους σχολικῶν κτιρίων:
1) Εἰς περιοχάς ἐκτεθειμένας εἰς τήν ὑγρασίαν τό κρύο καί δυνατούς ἀνέμους, τόν συνήθη τύπον τῶν διδακτηρίων μέ βορεινούς κλειστούς διαδρόμους και αἰθούσας διδασκαλίας πρός μεσημβρίαν.
2) Εἰς περιοχάς μέ κλῖμα ἥπιον, ξηρόν καί ὅπου δέν ἐπικρατούν ἰσχυροί νότιοι ἄνεμοι τόν τύπον τοῦ διδακτηρίου μέ καλυμμένους ἀνοικτούς διαδρόμους. Οἱ διάδρομοι αὐτοί ἄλλοτε διαμορφώνονται ὡς καλυμμένοι ἀνοικτοί ἐξώσται ἐν εἴδει προβόλων, ἄλλοτε ὡς στοαί.
Ἡ διαμόρφωσις τῶν κτιρίων είναι ὅσον τό δυνατόν ἁπλῆ, πρός τόν σκοπόν καλῆς ταχείας οἰκονομικής κατασκευῆς καί καλῆς συντηρήσεως. Οἱ κύριοι τοῖχοι κατασκευάζονται συνήθως ἀπό λιθοδομήν, αἱ δέ δοκοί, πλάκες, ἐξώσται κλπ. δι’ ὡπλισμένου σκυροδέματος. Ἕνας μεγάλος ἀριθμός σχολείων ἔχει κατασκευασθῆ μέ σκελετόν ἀπό ὡπλισμένον σκυρόδεμα και τοιχώματα ἐκ διπλῆς ὀπτοπλινθοδομῆς.
Ἠ ἐπικάλυψις τῶν κτιρίων εἰς τάς περισσοτέρας περιπτώσεις ἔγινε διά πλακός ἀπό ὡπλισμένον σκυρόδεμα διά τήν διαμόρφωσιν ταρατσῶν, πρός χρήσιν τῶν μαθητῶν. Οὕτω τά διδακτήρια πλουτίζονται μέ ἕνα σημαντικόν χώρον χαράς, ἀναψυχῆς καί διδασκαλίας.
Ὁ προσανατολισμός τῶν αἰθουσῶν εἶναι μεσημβρινός μέ παράθυρα καθ’ ὅλον τό μήκος τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς, διά τήν ἐπιτυχίαν ἐνιαίου φωτισμοῦ, χωρίς σκληράς ἀντιθέσεις, αἱ ὁποῖαι δημιουργοῦνται, ὅταν ἡ ἐπιφάνεια ἀπό τήν ὁποίαν φωτίζεται ἡ αἴθουσα ἔχει ἐναλλασσόμενα φωτιστικά και πλήρη τμήματα. Αἱ αἴθουσαι χειροτεχνίας καί σχεδίου φωτίζονται ἀπό Βορρᾶ.
Αἱ αὐλαί τῶν σχολείων διαμορφώνονται πρός τήν μεσημβρινήν πλευράν τῶν διδακτηρίων, τά δέ ὑπόστεγα ἔχουν προσανατολισμόν ἀνατολικόν ἤ μεσημβρινόν.
Εἰς κάθε διδακτήριον τρεῖς συνεχόμενοι αἴθουσαι συγκοινωνοῦν μεταξύ των διά πολυφύλλων θυρῶν καί χρησιμοποιοῦνται ὡς αἴθουσα συγκεντρώσεων καί τελετῶν, δεδομένου ὅτι διά λόγους οἰκονομίας, δέν ἦτο δυνατόν εἰς κάθε διδακτήριον νά κατασκευασθῆ καί ἰδιαιτέρα αἴθουσα συγκεντρώσεων. Αἴθουσαι συγκεντρώσεων ἔγιναν εἰς μεγάλο σχολεῖα καί σχολικά συγκροτήματα.
Στο βιβλίο φιλοξενούνται και άλλα Δημοτικά Σχολεία της Σύρου (βλ. παρακάτω), εκτός από το γνωστό μας πολύπαθο πρώην 3ο Δημοτικό Σχολείο Ερμούπολης στην περιοχή “Πηγάδα”, το οποίο ήταν και αυτό σχεδιασμένο από τον κ. Πάτροκλο Καραντινό. (Δημοσιεύονται πιο πρόσφατες φωτογραφίες του ώστε να είναι αρτιότερο το άρθρο).
Λίγα λόγια για το Μπάουχαους (Bauhaus)
Η Σχολή του Μπάουχαους, το σημαντικότερο Σχολείο των Τεχνών και παραγωγός νεωτερικότητας στον 20ο αιώνα, είναι αποτέλεσμα μιας σειράς ιστορικών συνθηκών που συγκλίνουν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: της κρίσης των οικονομικών δομών των ευρωπαϊκών αστικών δημοκρατιών, της αναζήτησης μιας εναλλακτικής αντίληψης και ικανοποίησης των συλλογικών αναγκών, της αποδέσμευσης από την εμπειρία της ιστορίας υπό την ριζοσπαστική πίεση των καλλιτεχνικών ιστορικών πρωτοποριών. Επιπλέον, η ίδρυση του Μπάουχαους είναι στενά συνυφασμένη με τις μεταπολεμικές συνθήκες ειδικά στη Γερμανία: η πιεστική επίδραση της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και της φρίκης της βιομηχανοποιημένης μαζικής σφαγής εκατομμυρίων ανθρώπων, η αίσθηση εθνικής ταπείνωσης εξαιτίας της ήττας στον πόλεμο και η οικονομική πολιτική και πολιτισμική κατάρρευση του Ράιχ. Το Μπάουχαους ως πολιτισμική υπόσχεση συνδέεται επίσης με την υπόσχεση της ίδρυσης της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως νέας προοπτικής. Το κοινό τέλος και των δύο, το 1933, σημασιοδοτεί εμβληματικά την έλευση των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία.
Η φιλοσοφία του Μπάουχαους, που αντλεί από την κουλτούρα των Arts & Crafts και του Deutscher Werkbund, αποσκοπεί στη γεφύρωση του χάσματος αρχικά μεταξύ τέχνης και χειροτεχνίας και στη συνέχεια στη συμφιλίωση τέχνης και βιομηχανίας. Αποσκοπεί επίσης στην κατάκτηση μιας πολλαπλής ιδέας της σύνθεσης: σύνθεσης ως σχέδιο πολιτισμικό, σύνθεσης ως συνολικής κατάκτησης της Μορφής, σύνθεσης στο πεδίο της βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων μαζικής κατανάλωσης που να εμπεριέχουν τις αξίες του μοναδικού καλλιτεχνικού αντικειμένου. Για τον σκοπό αυτό γίνεται για πρώτη φορά δυνατή η συνεργασία καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και χειροτεχνών, έτσι ώστε το Μπάουχαους να καταστεί αμέσως μετά το τέλος του πολέμου (1919) σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών πρωτοποριών και ιδιαιτέρως του ευρωπαϊκού Μοντέρνου Κινήματος. Πρώτη επιδίωξη του ιδρυτή του, Walter Gropius, είναι ο διεθνιστικός χαρακτήρας της Σχολής με την προσέλκυση, για πρώτη φορά, δασκάλων από όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα της εποχής ζει τη δική της τραγωδία, με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ήττα της Μεγάλης Ιδέας, που οδηγεί σε μια πρώτη συνολική ομφαλοσκόπηση για την ταυτότητα και τον προσανατολισμό των ντόπιων πολιτισμικών εκφράσεων. Τούτο δεν σημαίνει ότι προηγουμένως η ελληνική κουλτούρα εμφανιζόταν ανοιχτή και ευεπίφορη στις προκλήσεις των ευρωπαϊκών πρωτοποριών. Η δεκαετία του 1920 αποτελεί μια κομβική στιγμή για την εγχώρια πολιτισμική συνθήκη, με τη διδασκαλία και το έργο του Δημήτρη Πικιώνη, του Φώτη Κόντογλου, του Σπύρου Παπαλουκά, του Μανώλη Καλομοίρη, της Αγγελικής Χατζημιχάλη, του Άγγελου Σικελιανού και των Δελφικών Γιορτών. Μόνο στη δεκαετία του 1930 ενισχύεται αποτελεσματικά το εγχείρημα ανταλλαγής με τα ευρωπαϊκά ρεύματα (με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Νίκο Μητσάκη και τον Πάτροκλο Καραντινό) έτσι ώστε, ιδιαιτέρως στις τέχνες και στην αρχιτεκτονική, να γίνουν δυνατές κατακτήσεις καθοριστικές για την εν εξελίξει πολιτισμική θέση της χώρας και την ένταση του δημιουργικού αυτοπροσδιορισμού στο πλαίσιο ενός διεθνούς διαλόγου.
Πηγή: bauhaus2019.asfa.gr
από τον κ. Ανδρέα Γιακουμακάτο και τις Εκδόσεις Καπόν,
τους οποίους ευχαριστούμε θερμά.
Πηγή προέλευσης: Καραντινός Πάτροκλος,
Επιμέλεια: Ανδρέας Γιακουμακάτος, “Τα Νέα Σχολικά Κτίρια“,
Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2019.