Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2.2.1853 στην Ερμούπολη της Σύρου και πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Στον τάφο του, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε το 1932 στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.
Η Εφημερίδα “Αθήναι” (Φ312/28.8.1919) αναφέρει ότι:
Κατάμεστος ὁ ναός τοῦ Ἀγίου Γεωργίου παρισταμένων ὅλων τῶν ἐπισήμων καί ὅλου τοῦ κόσμου των γραμμάτων. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης ἐξεφώνησε τόν ἐπικήδειον καί ὁ Δήμαχος κ. Σπ. Πάτσης ἀπεχαιρέτισε τόν νεκρόν ἐκ μέρους τοῦ Δήμου Ἀθηναίων.
Ἡ ἐκφορά ἡγουμένων πολυτελῶν καί πολυαρίθμων στεφάνων ἀνῆλθε διά τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου καί μακρά σειρά ἁμαξῶν συνώδευσε τόν μεταστάντα μέχρι τοῦ Νεκροταφείου, ὅπου μετέβη καί μέγα μέρος τοῦ κόσμου.
Όμως στην ίδια εφημερίδα (Φ311/27.8.1919) μέσα από τη μακροσκελή αναφορά στο θάνατο του ποιητή, μαθαίνουμε ότι η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά από μια γρίπη τον προηγούμενο χειμώνα, από την οποία όπως πίστευαν όλοι, είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο. Επίσης διαβάζουμε στη δεξιά στήλη και ένα ιστορικό στοιχείο, που ίσως εξηγεί την επιδείνωση της υγείας του:
Τοῦ Σουρῆ ἡ ὑγεία ἦτο βαθύτατα κλονισμένη. Πρό πενθημέρου εἶδε τόν ἐπί θυγατρί γαμβρόν του, ἀντισυνταγματάρχην κ. Δουμπιώτην, μεταγόμενον εἰς τάς φυλακάς μέ τήν κατηγορίαν τῆς ἐσχάτης προδοσίας, διότι ἦτο ἐκ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ Γκαῖρλιτς. Ὁ κλονισμός ἦτο ἱχυρός διά τόν εὐαίσθητον ποιητήν, ὡστε κατέπεσεν ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης εἰς ἀκαταμάχητον ἐξάντλησιν. Ὁ ψάλτης πάσης εὐτυχίας τῆς πατρίδος ἀπέθανε καθ’ ἤν στιγμήν ἡ εὐτυχήσασα πατρίς δέν εὔρε συγγνώμην οὔτε διά τά ἀτυχήσαντα τέκνα αὐτῆς. Καί ἀπέθανε μέ τό παράπονο αὐτό.
Η Εφημερίδα “Εμπρός” σε δύο συνεχόμενα φύλλα (Φ8213/27.8.1919 | Φ8214/28.8.1919) της δημοσιεύει λεπτομέρειες για τις αιτίες του θανάτου του αλλά και για την κηδεία του. Ακολουθούν αυτούσια τα κείμενα από τα φύλλα της εφημερίδας:
Μετά βαθυτάτης ὄλως συγκινήσεως καί λύπης βαθυτάτης θά μάθη τό ἑλληνικόν κοινόν τόν θάνατον τοῦ ἀγαπητοτάτου τῶν ποιητῶν του, τοῦ λαοφιλεστάτου ποιητοῦ τοῦ “Ρωμῃοῦ” Γεωργίου Σουρῆ.
Ὁ θάνατους αὐτοῦ ὅστις ἀποτελεί μίαν τῶν λαμπροτέρων κορυφῶν τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς ποιήσεως ἐπῆλθε χθές κατόπιν νόσου ἡ ὁποία ἐβασάνισε τόν φιλόγελων καί φιλοπαίγμονα ποιητήν τοῦ “Φασουλῆ” καί τοῦ “Περικλέτου” ἐπί πολύ χωρίς ὁ σωματικός κάματος νά δυνηθῆ νά ἐξαντλήσῃ τήν ἀμάραντον ἰκμάδα τοῦ ἀττικωτάτου πνεύματος του. Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἀποθνήσκει ἐν ἡλικίᾳ 66 ἐτῶν, μοναδικόν φαινόμενον σατυρικοῦ ποιητοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δι’ ὁλοκλήρου ἐνός βίου ἐσατύρισο τούς πάντας καί τά πάντα, καταλείπει μόνον φίλους φανατικούς, καί τοῦτο ὄχι μόνον μεταξύ τῶν στενωτέρων γνωριμιών οἱ ὁποίοι ηὐτύχησαν νά ἐκτιμήσουν καί ν’ ἀγαπήσουν τάς σπανίας ὄντως ἀρετάς τοῦ εὐγενοῦς, ἡσύχου καί σιωπηλοῦ ἀνδρός, ἀλλά καί μεταξύ τοῦ πανελληνίου κύκλου τῶν ἀναγνωστῶν του, ὁλόκληρον τόν πανελλήνιον κύκλον τῶν ἀναγνωστῶν του. Διότι ἡ σατυρικωτάτη “Μούσα” του δεν ἦτο ἡ πληγώνουσα και φαρμακώνουσα, ἐλαφρά, χαρίσσα, παιγνώδης καί μετά πολλῆς δυνάμεως κομψή, ἐγέλα, ἀλλ’ ἄνευ πικρίας καί ἄνευ χολῆς, ἐθύμωνεν ἐνίοτε, ἀλλ’ ἄνευ κακίας, ἀλλ’ ἰδίως ἠστείζετο καί ἔτερπε. Κατά τοῦτο μία μόνη “Μοῦσα” θά ἠδύνατο νά παραβληθῇ πρός αὐτην, πλήν εἰς ἄλλον κλάδον τῆς Τέχνης, ἠ λεπτή γελοιογράφος “Μοῦσα” τοῦ Θέμου Ἀννίνου, καί οὐδένα οὔτω θά ξενίση τις ἄν εἴπῃ ὄτι ὁ ποιητής τοῦ ἑβρομαδιαίου σατυρισμοῦ τῶν συγχρόνων του τούς φανατικωτέρους φίλους ἠρίθμει μεταξύ αὐτῶν τούτων τῶν παρ’ αυτοῦ σατυριζομένων προσώπων. Ἀλλ’ ὄμως ὁ χθές διά παντός σιγἠσας ποιητής εἶχεν ὑπέρ αὐτοῦ ἐπί πλέον.
Διαφοράν, ὅτι ὅταν ὑπῆρχε λόγος διά νά συγκινηθῆ καί νά ἐνθουσιασθῆ, ἠ σάτυρα παρ’ αὐτῶ μετά πάσης φυσικῆς ὁρμῆς ἀλλά καί ὡραιότητος, μετεβάλλετο εἰς λυρικήν ὠδήν. Ἐχαρακτηρίσθη ἀνωτέρω ὁ Γεώργιος Σουρῆς ὡς ὁ λαοφιλέστατος τῶν ποιητῶν, ἡ λέξις λαός δέον ἐνταῦθα νά ἐκληφθῇ ὑπό τήν πλατυτάτην καί ἐκλεκτοτάτην σημασίαν, τέρπων τούς πολλούς ἀπετέλει οὐχ ἦττον τό χάρμα τῶν ὀλίγων ἐκλεκτῶν. Διότι ἡ “Μούσα” του παρουσίαζον ἐκπληκτικόν καί σπάνιον ἀληθῶς χάρισμα, νοητή εἰς τούς περισσοτέρους, ἦτο ἐν τούτοις ἀναμφησβητήτως ἀριστοκράτις.
ΠΩΣ ΕΠΗΛΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μία ἐντελῶς ἰδιάζουσα πανελλήνιος φυσιογνωμία ἐξέλιπε χθές. Ὁ Γεώργιος Σουρῆς, ὁ ἐκδότης τοῦ κλασικοῦ “Ρωμῃοῦ” ὅστις συναπέθανε χθές μετά τοῦ ποιητοῦ.
Ὁ θάνατος τοῦ Σουρῆ ἑπέλθων ἀπροσδοκήτως μετά ὀλιγοήμερον ἀσθένειαν, ἐπροξένησε γενικήν λύπην, διότι δέν ὑπάρχει ἰσως Ἕλλην ὄστις νά ἀγνοῇ τόν ἰδιόρρυθμον ποιητήν τοῦ “Φασουλῆ” καί τοῦ “Περικλέτου”.
Ὁ Σουρῆς, πολύ καλά εἰς τήν ὑγείαν του, ἡσθάνθη κακοδιαθεσίαν καί δύσποιαν τήν παρελθοῦσαν Πέμπτην. (σ.σ. 22.8.1919) Ἐκλήθη τήν ἐπομένην ὁ κ. Σπύρος Λιβιερᾶτος, ὃστις ἐξετάσας τόν ποιητήν, εὖρεν αὐτόν ὃσον οὐδέποτε ἴσως ἄλλοτε καλλίτερα. Ἐν τούτοις ὁ ποιητής δέν ἐκαλλυτέρευσε. Καί εἰς διάστημα δύο ἡμερῶν κατεβλήθη μέχρι σημείου λίαν ἀνησυχητικοῦ διά τήν οἰκογένειαν του. Ἐν τῷ μεταξύ τόν ἐπεσκέφθηκαν ὄλοι οἱ φίλοι του, οἱ ἰατροί οἱτινες δέν ἀπέκρυψαν ἀπό τούς οἰκείους του ὄτι ἡ θέση του ἦτο κρίσιμος.
ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΙ
Ὁ Σουρῆς διατήρει πλήρεις τάς αἰσθήσεις του μέχρι τῶν μεταμεσονυκτίων ὡρῶν τῆς προχθές Κυριακῆς. Δέν ἐνόμιζο τήν ἀσθένειαν του σοβαράν, ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου δέν τοῦ ἦλθε καθόλου, παρεξενεύετο δέ διά τήν ἀνησυχίαν τῆς οἰκογενείας του.
Ὁ Σουρῆς ἔτρεφεν ἰδιαιτέραν ἀγάπην εἰς τόν φωνογράφον του καί ἡρέσκετο ἰδιαιτέρως ν’ ἀκούῃ τήν πλάκα εἰς τήν ὁποίαν ἐτραγουδοῦσεν ὁ περίφημος Καροῦζο.
Τήν νύκτα τῆς Κυριακῆς ὁ υἱός του κ. Κρίτων Σουρῆς, ἔβαλε τόν φωνογράφον καί ἔπαιξε μερικά κομμάτια.
Ὁ Σουρῆς διά πρώτην φοράν ἐκουράσθη νά τόν ἀκούῃ.
– Ἄφ’ τον, παιδί μου πια, εἶπεν εἰς τόν υἱόν του.
– Θέλετε ν’ ἀκούσετε τόν Καρούζο, μπαμπᾶ;
– Ὄχι, παιδί μου, γιατί θά τόν κολλήσω βραχνάδα κ’ αυτόν! ἀπήντησεν
Αὐτή ἦτο ἡ τελευταία ἀναλαμπή τοῦ ἐκλιπόντος σατιρικοῦ ποιητοῦ. Ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης περιέπεσεν εἰς κωματώδη κατάστασι. Το μοιραῖον τέλος ἐπῆλθε τήν 10 π.μ. ὤραν τῆς χθές! (σ.σ. 26.8.1919)
Ἡ Κυβέρνησις ἐκτιμῶσα τάς ὑπηρεσίας τοῦ ποιητοῦ ἀπένειμεν εἰς αὐτόν τόν Ἀνώτεροβ Ταξιάρχην, διέταξε δέ ὄπως ἡ κηδεία αὐτοῦ νά γίνῃ δημοσία δαπάνη. Ἐπίσης ὁ κ. Δήμαρχος, παρεχώρησε δωρεάν τάφον διά τον ποιητήν.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΦΥΛΛΟΝ ΤΟΥ “ΡΩΜΗΟΥ”
Ὡς φυσιογνωμία ὁ Σουρῆς ἦτο λίαν ἰδιόρρυθμος. Ἔτρεφε μακρά μαλλιά καί γένεα, ἡ ἀγαθότης δέ καί η καλωσύνη ἦσαν ζωγραφισμένα εἰς τό πρόσωπόν του. Τό πρῶτον φύλλον τοῦ “Ρωμῃοῦ” ἐξέδωκε τήν 2 Ἀπριλίου 1883. Τό τελευταῖον φύλλον τοῦ “Ρωμῃοῦ” ἐξεδόθη τήν 17 Νοεμβρίου 1918.
Ὁ Σουρῆς ἐξερχόμενος τῆς οἰκίας του, ἦτο πάντοτε ἀπένταρος. Ἐζητοῦσε μόνον ἀπό τήν σύζυγον του κυρίαν Μαρί μίαν δεκάραν τήν ὁποίαν ἔδιδεν εἰς τόν πρῶτον ἐπαίτην τόν ὁποῖον ἤθελε συναντήσει.
Πῶς ὁ Σουρῆς ἀπέκτησεν ἔπαυλιν εἰς τό Φάληρον εἶναι ἰστορία γνωστή εἰς τόν ἀρκετά εὐρύν κύκλον λογίων καί ἄλλων οἴτινες περιστοίχιζον τόν ποιητήν.
Τό οικόπεδον τό προσέφερεν εἰς τόν Σουρῆν ἡ οἰκοδομική Ἑταιρεία Σγούτα και Σία. Τό δέ κτίριον ἐπλήρωσαν οἱ έκ τῶν θαυμαστῶν τοῦ ποιητοῦ Συγγρός, Χωρέμης καί Στεφάνοβικ.
Μίαν φοράν θύελλα κατέστρεψε τήν ταράτσαν τῆς ἐπαύλεως τοῦ Σουρῆ. Καί ὁ “Ρωμῃός” διά τοῦ στόματος τοῦ “Φασουλῆ” ἔκλαιε καί ὠδύρετο διά τό ἀτύχημα.
Τήν ἐπομένην ὁ Σουρῆς ἐλάμβανεν ἐκ μέρους τοῦ ἀειμνήστου Συγγροῦ 5.000 δραχμάς διά τήν ἐπισκευήν τῆς ταράτσας. Καί ὁ Σουρῆς ὡσεί μετανοῶν:
-Τί κρίμα νά μή γράψω ὄτι μοῦ ἔπεσε ὄλο τό σπίτι.
Τόν Σουρῆν ἠμφισβήτουν τά Κύθηρα καί ἡ Χίος. Ἀνακαλύφθη ὄμως ληξιαρχική πρᾶξις κατά τήν ὁποίαν ἀπεδεικνύετο ὄτι ὁ Σουρῆς ἐγγενήθη ἐν Σύρῳ κατά τό ἔτος 1853. Ἑπομένως ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 66 ἐτῶν.
Ἡ κηδεία του θά γίνῃ σήμερον τήν 4ην μ.μ. εἰς τον Ναόν τοῦ Ἀγίου Γεωργίου (Καρύτση).
Η ΚΗΔΕΙΑ
Ἡ κηδεία τοῦ Σουρῆ ἐγένετο χθές (σ.σ. 27.8.1919) τήν 4ην μ.μ. ὥραν ἐκ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀγίου Γεωργίου μετά πάσης σεμνοπρέπειας, παρακολουθήσαντος τήν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν τοῦ Ἀντιπροέδρου τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου κ. Ρέπουλη, μεθ’ ὁλοκλήρου σχεδόν τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, τοῦ Δημάρχου κ. Πάτση καί λοιπῶν ἐπισήμων καί πλήθους ἄλλου κόσμου ἰδίως τῶν γραμμάτων.
Ὁ Δήμαρχος κ.Πάτσης καταθέτων στέφανον ἐκ μέρους τοῦ Δήμου Ἀθηναίων, προσεφὠνησε τόν νεκρόν τοῦ ποιητοῦ ὡς ἑξῆς:
“Ἡ πόλις “ἡμῶν, διά τοῦτο μάλιστα ἔχει μέγιστον ὄνομα καί δόξαν καί φήμην παγκόσμιον, διότι ἐνταῦθα παρήχθησαν αἰ ὑψηλόταται τῆς διάνοιας μελέται καί τά εὐγενέστερα τῆς τέχνης ἀριστουργήματα. Ἀλλά καί διά τοῦτο, ἡμεῖς οἱ νεώτεροι Ἀθηναίοι ἄν θέλωμεν νά συνεχισθῆ τό ἐπίφθονον τῆς πόλεως ἡμῶν μεγαλείον, καθῆκον έχομεν ἰδιαζόντως νά τιμῶμεν τούς διαπρέποντας εἰς τά γράμματα καί τάς καλάς τέχνας.
Ὁ Γεώργιος Σουρῆς, οὖτινος τά ποιήματα διακρίθηκαν διά τό κάλλος τῆς γλώσσης, τήν λαμπρότητα τῆς φαντασίας, τήν ἀμίμητον ζωηρότητα τῶν εἰκόνων, τήν εὐγένειαν καί λεπτότητα τῶν ποιημάτων, τήν τεχνικωτάτην ἄμα καί ἀφελεστάτην παράστασιν τῶν ἰδεῶν καί αἰσθημάτων τῆς σημερινῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας ἐν πάση αὐτῶν τῇ ποικιλίᾳ, ὑπῆρξε μία δόξα πνευματική τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Δόξα, μαρτυροῦσα τήν ἀειθαλῆ εὐφυΐαν καί χάριν τοῦ Ἀττικοῦ πνεύματος. Καί οἱ Ἀθηναίοι εἰς τούς ὁποίους ὁ ὡραίος οὑρανός καί ἡ θαυμαστῶς διαυγής ἀτμόσφαιρα ἐπιβάλλουσι τόν θαυμασμόν πρός ὅ,τι ὡραίον καί ὑψηλόν, δέν θά λησμονήσωσι ποτέ τούς λαξευτούς στίχους τοῦ ἐμνευσμένου ποιητοῦ μας.
Ὁ Δήμος Ἀθηναίων, καταθέτων δι’ ἐμοῦ σήμερον ἐπί τῆς πολυτίμου σορού τοῦ Γεωργίου Σουρῆ τόν στἐφανον τοῦτον, δέν θα λησμονήσῃ ἐν εὐθέτω χρόνῳ νά τιμήσῃ ἐξαιρετικῶς τόν τιμήσαντα τόσον τήν ποίησην.”
Ἑπίσης προσεφώνησε τόν νεκρόν, καταθέτων στέφανον ἐκ μέρους τῆς Ἑταιρείας τῶν Ἑλλήνων Θεατρικῶν Συγγραφέων ὁ κ. Μιλτιάδης Λιδωρίκης.
Μετά τήν νεκρώσιμην ἀκολουθίαν ὠμίλησε περί τοῦ ἔργου τοῦ μοναδικοῦ σατυρικοῦ ποιητοῦ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης.
Στέφανοι εἴχαν κατατεθῆ εἰς τόν νεκρόν ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως, τοῦ Δήμου, τοῦ “Ἑμπρός”, τῆς οἰκογενείας Κύρου καί τῆς Ἑταιρείας τῶν Ἑλλήνων Θεατρικῶν Συγγραφέων. Ἐπίσης εἶχον κατατεθῆ σταυροί καί σωρεία ἄλλων ἀνθέων. Τόν ἀπονεμηθέντα ὑπό τῆς Κυβερνήσεως εἰς τόν νεκρόν τοῦ Σουρῆ Ἀνώτερον Ταξιάρχην, ἔφερεν ἐπί μικροῦ προσκεφαλαίου λοχαγός. Καί ὁ κόσμος τῶν ἐπισήμων καί μή συνώδευσε τόν ἐκλιπόντα ποιητήν τοῦ “Ρωμῃοῦ” μέχρι τῆς τελευταίας κατοικίας του.
Ο ποιητής, ως γνωστόν, με τη γυναίκα του Μαρία Κων/νίδου-Ροδοκανάκη απέκτησαν 5 παιδιά: Τον Κρίτωνα, την Έλλη, την Ηρώ, την Αλεξάνδρα και τη Μυρτώ. Από τα 5 παιδιά απογόνους άφησαν η Έλλη, η οποία έζησε στην Αγγλία παντρεμένη με τον Ανδρέα Μοσχονά και η Μυρτώ, η οποία έζησε στην Ελλάδα παντρεμένη με το Μακεδονομάχο Νικόλαο Δουμπιώτη, το γνωστό καπετάν «Αμύντα» από διακεκριμένη οικογένεια αγωνιστών της Χαλκιδικής. Η Μυρτώ απέκτησε 2 παιδιά, τον Ιωάννη που χάθηκε εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Ελισάβετ, η οποία με τον Γ. Γιαννακόπουλο απέκτησε το Νικόλαο και το Δημήτριο, δισέγγονα του ποιητή.