«Η Ερμούπολις έχει μεγάλα και λαμπρά εργοστάσια εις τα οποία ευρίσκουσιν εργασίαν πολυάριθμοι εργάται, αμφοτέρων των φύλων»
του Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκη,
διδάκτωρ Ιστορίας Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.
διδάσκων (Ε.ΔΙ.Π.) στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Αυτά τα λόγια καταγράφονται το 1902 στο «Ημερολόγιο της Σύρου» του Αντωνίου Φουστάνου,[1] ενώ στο ίδιο έργο ο τότε μεγαλοβιομήχανος της πόλης Δημήτριος Καρέλλας χαρακτήριζε την Ερμούπολη ως την πρώτη βιομηχανική πόλη στην Ανατολή. Ανεξάρτητα από το βαθμό που ανταποκρίνονταν αυτές οι δηλώσεις στην πραγματικότητα, είναι αναμφισβήτητη η βιομηχανική ανάπτυξη της Ερμούπολης. Μια ανάπτυξη που αποκρυσταλλώνεται μέσα από τα βιομηχανικά κατάλοιπα, αλλά και προκύπτει από τη μελέτη των βιομηχανικών αρχείων της πόλης.
Η μελέτη της ιστορίας είναι πολύπλευρη. Τα κατάλοιπα των βιομηχανιών καλύπτουν μερικές πλευρές της, κυρίως αυτή του χώρου- μας βοηθούν επίσης στο να ανασυνθέσουμε μία εικόνα για το πώς λειτουργούσαν τεχνικά τα εργοστάσια. Ως προς το τελευταίο, σημαντική είναι η δημιουργία του Βιομηχανικού Μουσείου Ερμούπολης που στεγάζεται στο πρώην εργοστάσιο Κατσιμαντή.[2] Όμως μια τέτοια προσέγγιση της ιστορίας από μόνη της μπορεί να χαρακτηριστεί ελλιπής. Το κενό αυτό στη θεώρηση του παρελθόντος έρχονται να καλύψουν τα διασωθέντα βιομηχανικά αρχεία. Τα τελευταία, όσα διασώθηκαν, βρίσκονται στα ΓΑΚ Ερμούπολης. Ως προς την ταυτότητα των αρχείων πρόκειται για το υφαντουργείο «Μπαρμπέτα» (ιδρύθηκε το 1921), το νηματουργείο «Βαρδάκα» (ιδρύθηκε το 1910), το κλωστήριον και υφαντήριον Σύρου «Ε. Λαδοπούλου και Υιοί» (ιδρύθηκε το 1895) και το κλωστοϋφαντουργείο Δημητρίου Καρέλλα (ιδρύθηκε το 1889 και με τη μεταγενέστερη επωνυμία «Αιγαίον Α.Ε.» εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις αυτού του είδους στην Ελλάδα, με εργοστάσια στο Φάληρο, το Λαύριο και το Άστρος Κυνουρίας).
Όλα τα παράπανω μπόρεσα να ανιχνεύσω ως μέλος της ομάδας αρχειοθέτησης του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την εποπτεία του καθηγητή Χρήστου Λούκου, που τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει στη διάσωση και ταξινόμηση του αρχειακού υλικού, με τη βοήθεια και των εργαζομένων στα ΓΑΚ Κυκλάδων. Προτού όμως αναφερθούμε στο υλικό και τη σημασία των βιομηχανικών αρχείων της Ερμούπολης, θεωρώ απαραίτητο να κάνω μια σύντομη θεώρηση της βιομηχανικής εξέλιξης της πόλης.
Η Σύρος υπήρξε ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης σημαντικό κέντρο του εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο. Η γαλλική προστασία, λόγω της πλειονότητας των καθολικών κατοίκων του νησιού, η αρχική ουδετερότητα στην Επανάσταση και η φυσική θέση προσέλκυσαν στη Σύρο μεγάλες μάζες προσφύγων που απασχολήθηκαν με εμπορικές και ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες. Η πόλη που σχηματίστηκε ονομάστηκε Ερμούπολη χάρη στον Ερμή, θεό-προστάτη του εμπορίου, ενώ η παλιά πόλη -τόπος των καθολικών κατοίκων του νησιού- παρέμεινε γνωστή ως Άνω Σύρος.[3]
Στην Ερμούπολη αναπτύχθηκαν ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες (βυρσοδεψία, ναυπηγική, σιδηρουργία, σαπωνοποιία). Με την είσοδο της στο β μισό του 19ου αιώνα, η πόλη έφτασε στο απόγειο της οικονομικής ακμής της, κυρίως μέσω της επέκτασης των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών.[4] Ο αναπτυξιακός κύκλος ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία των πρώτων μεγάλων βιομηχανικών εργοστασίων (1860-1870). Στα 1870 ο Γ. Καλαποδόπουλος ίδρυσε την «Ελληνική Βαμβακουργική Εταιρεία Ομόνοτα».[5]
Ακολούθησαν χρόνια οικονομικού μαρασμού. Η ξυλοναυπηγική και οι παραδοσιακές βιοτεχνίες περιορίστηκαν (οι πρώτες απεργίες έγιναν το 1879).[6]
Η επέκταση των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών στα τέλη του 19ου αιώνα συνέδεσε απ’ ευθείας τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης με τα εμπορικά κέντρα της Ανατολής, κάνοντας περιττή τη διαμεσολάβηση της Σύρου στις διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές (κρίση ιστιοφόρου ναυτιλίας).[7]
Η ανάκαμψη άρχισε τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα με τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε νέα επίπεδα. Μέσα σε λίγα χρόνια μια βιομηχανική πόλη (βαμβακούπολη) αναδύθηκε.[8] Η βαμβακουργία γνώρισε μια αλματώδη ανάπτυξη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ώστε η Ερμούπολη να παραλληλίζεται με το Μάντσεστερ της Αγγλίας.[9]
Οι ευνοϊκές συνθήκες που οδήγησαν στην ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας ήταν η ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων, η κρίση στη ναυτιλία, η πτώση των χρεογράφων, η πεποίθηση ότι η διευρυμένη εσωτερική αγορά θα μπορούσε να απορροφήσει τα νέα προϊόντα και η πρακτική να κατανέμονται τα κεφάλαια σε διάφορους τομείς, προκειμένου να υπάρξει διασπορά του κινδύνου.
Επιπλέον, η προστατευτική νομοθεσία (δασμολόγια 1884 και 1887) και η υποτίμηση της δραχμής, καθώς και η παρουσία στο νησί, λόγω ανεργίας, φτηνού εργατικού δυναμικού, ενίσχυσαν τις βιομηχανικές επενδύσεις. Παράλληλα, η άνοδος της τιμής του συναλλάγματος και η καθήλωση την ίδια περίοδο στις εισαγωγές βαμβακερών, κυρίως αγγλικών, υφασμάτων επέτρεψε στην εγχώρια κλωστοϋφαντουργία να κερδίσει ένα μέρος της εσωτερικής αγοράς.[10]
Με το νέο βιομηχανικό της πρόσωπο η Ερμούπόλη διατήρησε για αρκετές δεκαετίες ακόμη μια ανθηρή οικονομική ζωή.
Τη δεκαετία του 1930 αρκετοί βιομήχανοι μετοικούσαν σε Αθήνα ή Πειραιά, ενώ τα συριανά εργοστάσια διευθύνονταν δι’ αντιπροσώπων. Η κρίση του 1929-1932 και οι περιορισμοί της συναλλαγματικής και εμπορικής πολιτικής έφεραν νέες δυσκολίες στη βιομηχανία.

Στο τέλος του μεσοπολέμου πολλά εργοστάσια σταμάτησαν τη λειτουργία τους, το λιμάνι έκλεισε, ενώ τα χρόνια της Κατοχής η πείνα έπληξε το νησί. Μεταξύ 1951 και 1971 τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και η πόλη έχασε το 20% του πληθυσμού της, που πήρε το δρόμο της μετανάστευσης. Ως το 1990 είχαν κλείσει και οι τελευταίες κλωστοϋφαντουργίες.[11] Σχετικά με το περιεχόμενο των αρχείων (που διακρίνεται σε κυρίως έγγραφα και κατάστιχα) θα λέγαμε πως περιλαμβάνονται καταγραφές οικονομικού περιεχομένου (τιμολόγια, διπλότυπα, αποδείξεις πληρωμής, βιβλία εσόδων-εξόδων, συναλλαγματικές), κατάλογοι που περιέχουν στοιχεία για το προσωπικό (καταγράφονται ονόματα εργατών, οι βάρδιες τους, η αμοιβή τους, το πόστο τους και δίνονται στοιχεία για την ασφάλιση τους και σε ορισμένες περιπτώσεις την ηλικία τους). Επιπλέον, στα αρχεία περιέχεται αλληλογραφία με εμπορικούς αντιπροσώπους των εταιρειών, προμηθευτές πρώτων υλών και νέων μηχανημάτων από οίκους του εξωτερικού. Πολλά απ’ τα τελευταία απεικονίζονται σε ενημερωτικά φυλλάδια που έστελναν ξένες εταιρείες κατασκευής μηχανημάτων. Επιπρόσθετα στα αρχεία αυτά εμπεριέχονται βιβλία παραγωγής, πελατολόγια, βιβλία παραγγελιών, αλλά και προσωπική αλληλογραφία των ιδιοκτητών ή των διευθυντών του εργοστασίου. Τέλος, θα αποτελούσε παράλειψη να μην αναφερθούμε στο σπάνιο, αλλά αξιόλογο φωτογραφικό υλικό που έχει βρεθεί μέσα σε φακέλους. Τα έγγραφα αυτά καλύπτουν το χρονικό διάστημα απ’ τη δημιουργία των εργοστασίων, μέχρι το κλείσιμο τους. Ωστόσο τα περισσότερα εντάσσονται χρονικά τη μεταπολεμική περίοδο.
Όπως καταλαβαίνουμε, το παραπάνω υλικό είναι ιδιαίτερα πολύτιμο, καθώς μας επιτρέπει να αντλήσουμε στοιχεία για την πολιτική μιας επιχείρησης, τους προμηθευτές και τους πελάτες της, τον τρόπο των συναλλαγών της, τον τεχνικό εξοπλισμό της, τη σύνθεση του εργατικού δυναμικού, τις ειδικότητες των εργαζομένων, τη σύγκριση τους ανά φύλο και τις σχέσεις εργατών και εργοδοτών.
Ακόμη μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον εκσυγχρονισμό των κλωστοϋφαντουργείων, τις αντοχές μιας βιομηχανίας στις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές κρίσεις και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, να συγκρίνουμε τις επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, να δούμε τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας των μονάδων στη Σύρο, καθώς και τα αίτια παρακμής και διακοπής της λειτουργίας τους. Σχετικά τώρα με τις φωτογραφίες, μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, καθώς τα στοιχεία που αντλούμε είναι ποικίλα.
Βέβαια, πρέπει να έχουμε υπόψη μας όχι πολλές φορές τα αρχεία δεν μπορούν να μας δώσουν απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που θέτουμε, καθώς πολλά έγγραφα έχουν καταστραφεί και επομένως την έλλειψη τους προσπαθούμε να την αντισταθμίσουμε με υποθέσεις ή αν είμαστε τυχεροί μέσα από έμμεσες αναφορές.
Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, τα βιομηχανικά αρχεία μπορούν να μας οδηγήσουν στο να ανασυνθέσουμε μια εικόνα ή τουλάχιστον μια μερική άποψη για το πώς λειτουργούσαν τα εργοστάσια. Μέσα από τα αρχεία επιχειρείται μια θεώρηση της βιομηχανικής ιστορίας, καθώς τα κατάλοιπα των εργοστασίων, το ένα κομμάτι της εικόνας του παρελθόντος, συμπληρώνεται από τα αρχεία τους, δηλαδή τις γραπτές μαρτυρίες του τρόπου λειτουργίας τους. Δυο διαφορετικοί τρόποι άντλησης πληροφοριών συγκροτούν μια ενιαία μέθοδο διασταύρωσης στοιχείων, απαραίτητη για το συγγραφέα της ιστορίας που θέλει να συντάξει μια ολοκληρωμένη μελέτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Αντώνιος Π. Φουστάνος, Ημερολόγιον της Σύρου εικονογραφημένον, φιλολογικόν, εμπορικών και χρονογραφικόν, έτος δεύτερον 1903, τη συνεργασία επιστημόνων λογίων και λογογράφων, Σύρος 1902, σελ. 117.
- Η συλλογή των μηχανημάτων περιλαμβάνει περισσότερες από 400 μηχανές και αντικείμενα από κλάδους της συριανής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, Βλ. Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού, Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης, έκθεση εγκαινίων, Ερμούπολη, Μάιος 2000, σελ. 7-11.
- Β. Καρδάσης, «Η Σύρος, Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου», θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ος αιώνας), επιμέλεια Γ. Δερηλής – Κ. Κωστής, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σελ. 323-324.
- Τ. Αναστασίου, Σύρα Ιστορική Μνήμη, Περιήγηση, Ερμούπολη 1998. σελ. 22.
- Ιωάννης Τραυλός-Αγγελική Κόκκου, Ερμούπολη, η δημιουργία μιας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα, Αθήνα (έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος) 1980, σελ. 42.
- Χ. Αγριαντώνη-Α. Φενερλή. Ερμούπολη-Σύρος, Ιστορικό Οδοιπορικό, Αθήνα 1999, σελ. 20.
- Β. Καρδάσης, ό.π., σελ. 331 και 335-336.
- Χ. Αγριαντώνη-Α. Φενερλή, ό.π., σελ. 20.
- Ιωάννης Τραυλός-Αγγελική Κόκκου, ό.π., σελ. 42.
- Βλ. Β. Θεοδώρου-Χ. Λούκος, Το Αρχείο της Βιομηχανίας «Κλωστήριον και Υφαντήριον Ε. Λαδοπούλου Υιών εν Σύρω», ΕΜΝΕ, παράρτημα του περιοδικού Μνήμων, 12, Αθήνα 1996, σελ. 21-23. Επίσης, για το δασμολόγιο Βλ. Χ. Χατζηιωσήφ, Η Γηραιά Σελήνη, η Βιομηχανία στην Ελληνική Οικονομία. 1830-1940, Αθήνα 1993, σελ. 80. Επιπλέον, για την ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας βλ. Χ. Αγριαντώνη, Οι Απαρχές της Εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1986, σελ. 232-233.
- Χ. Αγριαντώνη-Α. Φενερλή, ό.π., σελ. 20-23.
τον οποίο ευχαριστούμε θερμά.
Περιοδικό “Ιστορικά” της Ελευθεροτυπίας – 26/6/2003 (Τ.191, σ. 28-31)]