Πρόγραμμα αποκατάστασης του κτηρίου της Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ) στο Μεταξουργείο
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, προχωρούν οι εργασίες καθαρισμού στο ιστορικό κτήριο του Τυποβαφικού Εργαστηρίου με την επωνυμία «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ)» στην οδό Πλαταιών, στο Μεταξουργείο, όπως ανακοίνωσε στις 7.4.2021, με σχετικό Δελτίο Τύπου (βλέπε εδώ) το ΥΠΠΟΑ.
Στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου ολοκληρώνονται οι καθαρισμοί στο κτήριο. Ηδη έχει γίνει η καταγραφή των σημαντικότερων από τα κινητά αντικείμενα, τα οποία απομακρύνθηκαν από το κτήριο προς φύλαξη. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται τελάρα, έπιπλα, σφραγίδες, υφάσματα, αντικείμενα από το χημείο και χαρτώο υλικό. Μέχρι το τέλος Μαϊου ολοκληρώνεται η αποτύπωση του κτηρίου και καθορίζονται οι μελλοντικές χρήσεις τους, ώστε να συνταχθεί το κτηριολογικό πρόγραμμα. Στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, θα εκπονηθούν οι απαιτούμενες μελέτες (αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανολογική) για την πλήρη αποκατάσταση του κτηρίου.
Ας δούμε όμως ποια είναι η ιστορία του, όπως αναφέρεται στη σελίδα στο facebook “Velones In Action” (20.7.2020):
Όσες/οι περνάτε με το αυτοκίνητο σας ή πεζοί από την οδό Πλαταιών 38, στο Μεταξουργείο, πιθανόν να έχετε δει την πρόσοψη ενός εγκαταλειμμένου χαμηλοτάβανου ισόγειου κτίσματος. Και όμως δεν πρόκειται για ένα απλό κτίσμα, μια και στις εγκαταστάσεις του λειτουργούσε το τελευταίο παραδοσιακό μαντηλάδικο των Βαλκανίων, το τελευταίο «Καλεμκερείο» με την επωνυμία «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε., Δημ. Οικονομόπουλος – Πόπη Φωτοπούλου». Συνδέθηκε με την ιστορία της πόλης των Αθηνών με πολλές διακρίσεις, χρυσά μετάλλια για την εικόνα και την ποιότητα και με πολλές εξαγωγές στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, κλπ. Η λέξη καλεμκερί είναι τουρκικής προέλευσης και σύνθετη (καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία) και σήμαινε το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι.
Το μαντηλάδικο αυτό, ξεκίνησε την λειτουργία του το 1879 στην Σύρο, από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του ως εργαστήριο παραδοσιακής τυποβαφικής τέχνης, για γυναικεία και ζωγραφισμένα στο χέρι μαντήλια, με μαγιά τις 15 σφραγίδες και τα μυστικά της τυποβαφικής τέχνης, που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα και τον παππού τους. Το 1895 μεταφέρθηκε στον Κεραμεικό στην οδό Πλαταιών 38, διότι εκεί υπήρχε ένα πηγάδι μόλις τεσσάρων μέτρων, και για την παραγωγή χρειαζόταν άφθονο νερό. Παρόλο που είχε βάθος μόνο τέσσερα μέτρα και καθημερινά, με την κατανάλωση, η στάθμη του κατέβαινε, την επομένη το πηγάδι ήταν και πάλι γεμάτο. Κι αυτό συνέβαινε για περισσότερο από έναν αιώνα. Οι γεωλόγοι ποτέ δεν εξήγησαν το φαινόμενο, ενώ οι ντόπιοι το απέδιδαν στη γειτνίαση με το Αδριάνειο Υδραγωγείο ή κάποια φλέβα του ποταμού Ηριδανού, ο οποίος κατέληγε στον Κεραμεικό.
Το Μαντηλάδικο λειτούργησε κανονικά έως το 1997, τηρώντας την ίδια και απαράλλακτη διαδικασία, (με μόνη αλλαγή, το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες -φτιαγμένες από ξύλο φλαμουριάς- στη μεταξοτυπία). Με παραδοσιακά σχέδια από τη στεριανή και νησιωτική Ελλάδα, τα σταμπωτά κεφαλομάντηλα και το όνομα των Οικονομόπουλων εξαπλώθηκαν, αρχικά στο ανατέλλον κλεινόν άστυ της Αθήνας, στην επαρχία, αλλά και εκτός των ελληνικών συνόρων. Παράλληλα, κατασκεύαζαν το μαντήλι κεφαλής των καλογραιών, το οποίο προμήθευαν σε όλα τα μοναστήρια της χώρας. Ο καταπληκτικός τεχνικός εξοπλισμός του και η φήμη του καλεμκερείου το ενέταξαν στο λάιφ στάιλ της εποχής, με διασυνδέσεις που άγγιξαν ακόμη και τις βασιλικές αυλές.
Τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών, με σκοπό να είναι αναγνωρίσιμα από τις γυναίκες που τα φορούσαν, ενώ το ύφασμα ήταν από αιγυπτιακό βαμβάκι, πολύ λεπτό τουλπάνι, λόγω της υγρασίας και ίσως να διέφεραν τα γραμμάριά του, ανάλογα με τα σχέδια κάποιων περιοχών. Είχε τη μεγαλύτερη τυποποίηση για κάθε περιοχή, π.χ. Μέγαρα, Εύβοια κ.α. Επίσης, παραλλαγές στο σχέδιο, με άλλα χρώματα. Είχε κατηγοριοποιήσει τα μοτίβα, ανάλογα με τις περιοχές. Το μαντήλι αυτού του τύπου ήταν το τελευταίο στοιχείο του ελληνικού κεφαλόδεσμου.
Την περίοδο 1935-1940 έγινε και άνοιγμα στον τουρισμό. Με προτροπή της Δόρας Στράτου, ο σχεδιαστής Γιάννης Τσαρούχης δημιούργησε 12 σχέδια με ελληνική θεματολογία. Μέσα από 12 πρωτότυπα σχέδια του, τα μαντήλια του Καλεμκερείου των Αθηνών ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο , διέδωσαν την ελληνική χάρη στα πέρατα της γης, γοήτευσαν το γυναικείο φύλο, φιγουράρισαν στα εξώφυλλα πολλών ξένων περιοδικών μόδας έγιναν τουριστικό αξεσουάρ και απέσπασαν δεκάδες διεθνείς διακρίσεις. Μοναδικός παραδοσιακός τεχνικός εξοπλισμός, λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και το μαύρο ανεξίτηλο χρώμα της ανιλίνης. Το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη! Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση της παραγωγής του εργαστηρίου. Την εποχή, μεταξύ 1960-1970, που άνθησε η επιχείρηση του Οικονομόπουλου, ουσιαστικά το μαντήλι ήταν στοιχείο μόδας. Διάσημες ηθοποιοί, όπως η Σοφία Λόρεν, το είχαν υιοθετήσει στην καλοκαιρινή τους εμφάνιση.
Το Μαντηλάδικο της οδού Πλαταιών δεν υπήρξε ένα απλό βιοτεχνικό εργαστήριο. Συνδέθηκε με την ιστορία της πόλης των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, και έγινε μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτού του τόπου. Η χρυσή εποχή του άρχισε να δύει γύρω στο 1993. Στους σταθερούς πελάτες του διατηρήθηκε το Λύκειο των Ελληνίδων, ωστόσο οι τελευταίες παραγγελίες προέρχονταν από καταστήματα στοκ, για το Μοναστηράκι.
Επιθυμία του τελευταίου ιδιοκτήτη Δημήτρη Οικονομόπουλου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2006 σε ηλικία 88 ετών, ήταν να συνεχιστεί η λειτουργία του ιστορικού μαντηλάδικου. Καθώς ο ίδιος δεν είχε απογόνους, αποφάσισε να το διαθέσει με όλο τον εξοπλισμό του, τις ξυλόγλυπτες μήτρες και τα τελάρα μεταξοτυπίας στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 1993 με προτροπή της επιμελήτριας του Εθνολογικού Μουσείου στάλθηκε επιστολή στο ΥΠ.ΠΟ στη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού, για την εξαγορά της βιοτεχνίας.
Τελικά, μετά από πολλές καθυστερήσεις, το ΥΠ.ΠΟ τον Μάιο τους 1995 κάνει ευνοϊκή εισήγηση στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και χαρακτηρίζει το ακίνητο μαζί με το μηχανολογικό εξοπλισμό, τα ξυλόγλυπτα (μήτρες) και τελάρα Μεταξοτυπίας ως ιστορικό διατηρητέο Μνημείο. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Δ.Ι.Λ.Α.Π. (Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού) του ΥΠ.ΠΟ με έγγραφό της στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, ζητά να έρθει επιμελήτρια για να καταγράψει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που είχαν χαρακτηριστεί διατηρητέα, όπως και έγινε.
Τον Νοέμβριο του 1998 το ΥΠ.ΠΟ, Τμήμα Λαϊκού Πολιτισμού, ζητά απ’ το Σ.Ο.Ε. Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, να έρθει στην εταιρεία για να εκτιμήσει τα περιουσιακά στοιχεία της, το ποίο κατόπιν ελέγχων εκτιμά την περιουσία της εταιρείας σε 224.000.000 δρχ. στρογγυλοποιώντας το σε 201.000.000.
Το εργοστάσιο που στεγαζόταν η Βιοτεχνία ανήκει στην ΚΕΔ. Τον Οκτώβριο του 1999 το ΥΠ.ΠΟ ΔΙΛΑΠ ζητά από την ΚΕΔ να εκχωρήσει το ακίνητο στο ΥΠ.ΠΟ για χρήση, την οποία τελικά παραχωρεί με τον όρο να εξασφαλισθεί ο χαρακτήρας του και να συνεχιστεί η λειτουργία του. Τον Μάρτιο του 2000 το ΥΠ.ΠΟ έχοντας κάνει όλες τις ανωτέρω ενέργειες αποφασίζει την εξαγορά της εταιρείας αντί του ποσού των 100.000.000. δρχ., και τον Φεβρουάριο του 2002 με συμβολαιογραφική πράξη γίνεται η εξαγορά και η καταβολή του ανωτέρω ποσού.
Σήμερα το τελευταίο καλεμκερείο των Αθηνών στέκει σαν ένα κουφάρι της ιστορίας της οδού Πλαταιών, περιμένοντας κάποιον από τους αρμόδιους του ΥΠΠΟ να το ξαναζωντανέψει. Έχοντας περάσει 18 χρόνια από την εξαγορά του, το ΥΠΠΟ δεν έχει προβεί σε καμία ουσιαστική πράξη για να πραγματοποιήσει στις υποσχέσεις του. Δηλαδή, την αξιοποίηση του για μουσειακούς –και ευρύτερα πολιτιστικούς – σκοπούς, και την ένταξή του στο Δίκτυο Μουσείων του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Στο διάστημα αυτό έγιναν κάποιες εργασίες αποκατάστασης, όμως το κτίριο και ο εξοπλισμός του εργαστηρίου που βρίσκεται παροπλισμένος στις αποθήκες του, παραμένουν εγκαταλειμμένα και αφύλακτα, στην διάθεση εκείνων που θα θελήσουν να λεηλατήσουν και να χαθεί έτσι ένας πραγματικός λαογραφικός θησαυρός!
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΚΑΡΙ
Τις διαδρομές του μεταξιού ακολούθησε η τέχνη του «καλάμκαρι» για να φτάσει από τις νοτιοανατολικές Ινδίες στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Η περίφημη τεχνική της ζωγραφικής στο ύφασμα με πένα από καλάμι, εξελίχθηκε σε τύπωμα επάνω στο ύφασμα, με ξυλότυπες σφραγίδες εμποτισμένες σε μείγμα χρωμάτων και δημιούργησε την εποποιία των σταμπωτών.
Από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως την εγκαθίδρυση της οθωμανικής κυριαρχίας, οι χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι του μεταξιού τροφοδότησαν ξακουστά λιμάνια και πόλεις της ανατολικής Μεσογείου με τα εξωτικά και πολυτελή προϊόντα της Ανατολής, σε μια έκρηξη επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άγνωστους, μέχρι τότε, πολιτισμούς. Επηρέασαν τομείς, διέδωσαν τεχνογνωσία, ιδέες, εφευρέσεις και ανέπτυξαν δεσμούς πολιτισμού, ως διαχρονική κληρονομιά. Σταυροδρόμι στο πέρασμα των ταξιδιωτών, η Ελλάδα δημιούργησε τη δική της οδό του μεταξιού, με την καλλιέργεια της σηροτροφίας σε πολλές περιοχές της.
Εκεί αναπτύχθηκε και η τέχνη του σταμπωτού με την εξελιγμένη ονομασία, «καλέμκερι». Την ταξίδεψαν τεχνίτες από το Βόσπορο, τη Βυρηττό, την Αίγυπτο, την Μικρασία και Αρμένηδες, οι οποίοι διέδωσαν την τυποβαφική τεχνική με τη μέθοδο του ξυλότυπου σε εξειδικευμένους καλλιτέχνες, που μυήθηκαν στα μυστικά των ινδικών βαφών και ανέδειξαν τα σταμπωτά υφάσματα σε χειροτέχνημα είδους πολυτελείας. Την περίοδο της τουρκοκρατίας, στην κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αττική, τη Χίο, την Κω αναπτύχθηκαν μονάδες οικοτεχνίας σταμπωτών υφασμάτων, γνωστά και ως καλεμκερεία, με παραγωγή σχεδίων σε μαντήλια, που έδωσαν διέξοδο στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Για τις οικογένειες, τα σχέδια και οι μήτρες των ξυλότυπων αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο, ενώ η συνταγή της βαφής ήταν επτασφράγιστο μυστικό, που το παρέδιδαν από γενιά σε γενιά .
Κάθε περιοχή υιοθέτησε συγκεκριμένη γραμμική απεικόνιση, με παραλλαγές και διακριτό χρωματολόγιο. Τα υφάσματα των μαντηλιών ήταν από μαλακό βαμβάκι και από ελαφρύ μεταξωτό τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια σκαλίζονταν από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου, στην εύπλαστη φλαμουριά, την ελιά ή, για μεγαλύτερη διάρκεια, στην αγριογκοριτσά, οι οποίοι εμπνέονταν από την βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα κυρίως από λουλούδια.