|
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Della Rocca |
Ο ιταλικής καταγωγής άλλα με ελληνική συνείδηση καθολικός κληρικός DELLA ROCCA έζησε πολλά χρόνια στη Σύρα πριν από τη
Γαλλική Επανάσταση (ίσως κατά την εικοσαετία 1770-1790). Γνώστης της αρχαίας και νέας ελληνικής περιηγήθηκε πολλές φορές τις Κυκλάδες, μελέτησε την ιστορία του κάθε νησιού και συγκέντρωσε πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων και κυρίως για την οικιακή οικονομία.
Στη Σύρα ο DELLA ROCCA ειδικεύτηκε στην μελισσοκομία και έγραψε ένα τρίτομο έργο με τις προσωπικές παρατηρήσεις του και πληροφορίες για τις μεθόδους των Ελλήνων μελισσοκόμων, καθώς και την εξέλιξη της μελισσοκομίας στην Γαλλία. Ένα κεφάλαιο όμως του Α’ τόμου είναι αφιερωμένο σε μια γενική επισκόπηση της ιστορίας και της οικονομικής ζωής των Κυκλάδων και ιδιαίτερα της Σύρας.
Ήταν πολυσύχναστο το συριανό λιμάνι στα χρόνια του DELLA ROCCA. Συχνά βρίσκονταν αραγμένα 15-18 γαλλικά καράβια. Κάθε σπίτι είχε το χειρόμυλό του, γιατί συνήθως οι Συριανοί άλεθαν μόνοι το στάρι τους. Το αλεύρι του χερόμυλου έδινε καλύτερο ψωμί από το αλεύρι των ανεμόμυλων (υπήρχαν εφτά ή οχτώ κοντά στην πόλη). Γενικά στην Σύρα έτρωγαν το καλύτερο ψωμί του Αιγαίου. Φημισμένα ήταν τα συριανά σύκα: τα γλυκομάρονα και τα ξυνομάρονα, που μαζί με τα «μυτιληνέϊκα» της Χίου ήταν τα καλύτερα της Μεσογείου. Από τα σταφύλια ήταν ονομαστό ένα είδος, ή ξυλομαχαιρούδα, άσπρη και μαύρη. Τα μαύρα τσαμπιά ζύγιαζαν συχνά 12 λίτρες.
Οι Συριανοί, γράφει o DELLA ROCCA, είναι καλοκαμωμένοι, εύρωστοι, λυγεροί και θαρραλέοι. Οι γυναίκες δεν παραμορφώνονται ούτε εξαντλούνται από τις γεωργικές εργασίες. Οι εύπορες περνούν ζωή χαρισάμενη, είναι όμορφες και τα φορέματά τους έρχονται από την Σμύρνη και την Πόλη.
Οι ετήσιες φορολογικές υποχρεώσεις των Συριανών ήταν 7-8.000 πιάστρα. Από αυτά 4.500 πιάστρα ήταν ο έγγειος φόρος, το «δόσιμο». Τούρκοι φορατζήδες πήγαιναν στο νησί, μετρούσαν τις γαίες και ώριζαν την εισφορά ανάλογα με την έκταση και την ποιότητα: ένα άσπρο, δύο, δέκα κ.λπ. Πλήρωναν ακόμα τον κεφαλικό φόρο και τις αυθαίρετες εισφορές. Όλοι οι παντρεμένοι υποχρεώνονταν να καταβάλουν τέσσερα πιάστρα (οι νιόπαντροι είχαν μικρή έκπτωση). Τα παιδιά και οι κληρικοί πλήρωναν το μισό. Όταν πέθαινε ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε την θέση του ο γιος του, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Υπήρχε και μια ειδική προσφορά, αποκλειστικά για τους φαμελίτες, ή σπέντζα όπως την έλεγαν οι Τούρκοι, κάπου 15 σόλδια το άτομο. Σύνολο φορολογικών υποχρεώσεων 2.500 πιάστρα. Το υπόλοιπο ποσό καλυπτόταν από τον λεγόμενο «δεσποτικό φόρο» (taxe arbitraire) πού καταβαλλόταν από τους νοικοκυραίους. Οι κληρικοί απαλλάσσονταν από την πρόσθετη αυτή επιβάρυνση, έκτος ανεμόμυλων το ποσό που έπρεπε να πληρωθεί από την κοινότητα ήταν μεγάλο. Σ’ αυτή την περίπτωση πρόσφεραν και οι ιερείς με την θέλησή τους ένα ποσό.
|
Απεικόνιση της Σύρου στο βιβλίο του Della Rocca (1790) |
Η κατανομή των φορολογικών επιβαρύνσεων και εισφορών γινόταν από μια επιτροπή προεστών πού είχε επικεφαλής τον επίτροπο, ετήσιο άρχοντα με ευρύτατες δικαιοδοσίες. Ο επίτροπος ήταν υποχρεωμένος να ελέγχει την τήρηση των παμπάλαιων εθίμων του τόπου, όπως καταγράφονταν στον κώδικα νομοθεσίας. Ο DELLA ROCCA μνημονεύει ένα παράδειγμα για να υπογράμμιση τούς διάφορους περιορισμούς στην πώληση αγαθών.
«Ο ιδιώτης που αποφασίζει να εκποίηση τα υπάρχοντα του δεν είναι πάντοτε ελεύθερος να τα πουλήσει όπου επιθυμεί. Θα προτιμηθούν οι πιο κοντινοί συγγενείς και ύστερα οι γείτονες. Η τιμή θα προσδιοριστεί από τούς εμπειρογνώμονες. Ύστερα πρέπει να ανακοινωθεί ή πώληση στην πολιτεία με δημόσιο ντελάλη. Κι’ ανεμόμυλων μέσα σε 15 μέρες για τους κατοίκους του νησιού, και σε ένα χρόνο για τους ξενιτεμένους, δεν παρουσιαστεί στην Καγκελαρία κανένας από όσους έχουν δικαιώματα, ο νοικοκύρης είναι ελεύθερος να πουλήσει το κτήμα του όπου θέλει και στην τιμή πού θέλει. Λέω στην τιμή πού θέλει, γιατί σε περίπτωση συγγενών θα είσπραξη το ποσό πού ορίζει ο εκτιμητής. Ο νόμος φαίνεται με την πρώτη ματιά άδικος. Αλλά δεν είναι. Στην Σύρα τα χτήματα έχουν χωριστή σχεδόν εξίσου σ’ όλες τις οικογένειες. Αυτή ή ισότητα της ιδιοκτησίας εξασφαλίζει την ισότητα των περιουσιών και εμποδίζει συναλλαγές πού θα μπορούσαν να ανατρέψουν την τόσο πολύτιμη ισορροπία».
Ο επίτροπος με τους προεστούς φρόντιζαν να λύσουν τις διαφορές ανάμεσα στους ιδιώτες. Άλλα όταν η διαφορά αφορούσε διαθήκη ή προικοσύμφωνα, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να καταφύγουν στο μητροπολίτη. Κι’ αυτό για να ταχτοποιηθεί η διαφορά φιλικά και χωρίς έξοδο και το κυριότερο για να αποτραπεί ή προσφυγή στον Τούρκο καδή που αξίωνε το 10% για κάθε υπόθεση. Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία τα έξοδα πληρώνονταν από το διάδικο που κέρδιζε την δίκη. Μόνο στο ανώτατο δικαστήριο, το «πασά – καπισί», ήταν ανέξοδες οι δίκες. Τα έξοδα ορίζονταν σε 10% της συνολικής άξιας του αντικειμένου. Ο καδής, ωστόσο, δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση χωρίς την συγκατάθεση του επιτρόπου και των προεστών, που ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν όλες τις ετυμηγορίες. Και επειδή στην Σύρα γίνονταν λίγες δίκες, ο καδής ήταν μόνιμα εγκαταστημένος στην Άνδρο, όπου εύρισκε περισσότερες ευκαιρίες πλουτισμού, κι’ όταν ταξίδευε στην Σύρα οι κοινοτικοί άρχοντες τον ξεφορτώνονταν πληρώνοντας του 30 πιάστρα.
Η Σύρα δεν ήταν υποχρεωμένη να προσφέρει δώρα στον καπουδάν πασά, στο δραγουμάνο του στόλου του και στους παρακατιανούς Τούρκους αξιωματούχους, όπως γινόταν στα άλλα νησιά, που υποβάλλονταν σε κάθε λογής αυθαίρετες παροχές. Ο καπουδάν πασάς είχε δικαίωμα να στέλνει ταχυδρόμους, τα λεγόμενα μεντζίλια, με ειδικές αποστολές που επιβάρυναν τα νησιά από όπου περνούσαν. Αυτά τα μεντζίλια ήταν συνήθως τυχοδιώκτες ή εκβιαστές πού, εξουσιοδοτημένοι από κατώτερους αξιωματικούς, ταξίδευαν με διάφορες προφάσεις από νησί σε νησί για άργυρολογία. Τα νησιά έπρεπε να τους τρέφουν κάμποσες μέρες.
«Κι’ αλίμονο στους νοικοκυραίους ανεμόμυλων σηκωνόταν φουρτούνα. Έπρεπε να τους τραπεζώνουν βδομάδες ολόκληρες, αυτούς και τα πληρώματα, να πληρώνουν τα ναύλα ως το άλλο νησί και να τους προσφέρουν κι’ από πάνω ρεγάλο κάμποσα πιάστρα».
Οι Συριανοί, γράφει ο DELLA ROCCA, ακολουθώντας τον καθολικισμό έχουν εξασφαλίσει την προστασία του γαλλικού θρόνου και απολαμβάνουν ελευθερίες και προνόμια. «Η ευγνωμοσύνη των Συριανών στο βασιλιά της Γαλλίας εκδηλώνεται με πανηγυρικό τρόπο». Και αναφέρει περιστατικά πού οι Συριανοί πήραν τα όπλα για να προστατέψουν γαλλικά καράβια ενώ κινδύνευαν από Σφακιώτες πειρατές.
|
Σφραγίδα της κοινότητας Άνω Σύρου (1774) |
Ο DELLA ROCCA αντιμετωπίζει με σθένος τους Ευρωπαίους συγγραφείς της εποχής του που κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι έχουν ολότελα εκφυλισθεί κι’ ότι είναι ανάξιοι των προγόνων τους. Αισθάνεται Έλληνας και εννοεί να υπερασπισθεί «το έθνος του».
«Άλλοι τους παρουσιάζουν σαν ανθρώπους βυθισμένους στην αμάθεια και τη βαρβαρότητα, αγροίκους και τόσο εκφυλισμένους, ώστε έχασαν ακόμα και τα φυσικά χαρακτηριστικά, που αποτελούν προϋπόθεση για να ακολουθούσουν τα ίχνη των αρχαίων προγόνων τους. Πιστεύω πως θα μπορέσω να απαντήσω στις τόσο αυθαίρετες και τόσο άδικες κρίσεις αυτών των συγγραφέων, που δεν έζησαν ποτέ κοντά στο λαό τον όποιο με τόση δυσμένεια μεταχειρίζονται και βασίζουν τα επιχειρήματα τους στα χρονικά κακοπληροφορημένων περιηγητών ή που παρερμηνεύουν τα γεγονότα, ή ανεμόμυλων βρέθηκαν στην Ελλάδα, είδαν τον τόπο επιπόλαια και έγραψαν με προκαταλήψεις».
Ο DELLA ROCCA παραδέχεται ότι κανένα έθνος δεν έφθασε σε τέτοια ταπείνωση, σε τέτοιον εξευτελισμό, σε τέτοια αποκτήνωση, σε τέτοια απελπισία. «Κάτω από τη βαρβαρική καταπίεση των Τούρκων, οι Έλληνες θα ένοιωθαν ευτυχισμένοι ανεμόμυλων δεν έβλεπαν τους Ευρωπαίους να συμμαχούν με τούς δυνάστες τους καθιστώντας αβάσταχτο το ζυγό τους. Ερωτώ: ποιος λαός θα μπορούσε να αντέξει σε τόσες δοκιμασίες χωρίς να καταπέσει σε κατάσταση νάρκης και βαρβαρότητας χειρότερης από εκείνη στην οποία βρίσκονται σήμερα οι Έλληνες, κι’ από κείνη που παρουσιάζουν μερικοί συγγραφείς;».
Ο DELLA ROCCA άπαντα κυρίως στο ανθελληνικό βιβλίο του Γερμανού PAUW που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην Ευρώπη με τον τίτλο «Φιλοσοφικές έρευνες περί των Ελλήνων». Ιδιαίτερα το κεφάλαιο πού είχε τον τίτλο «Εκφυλισμός των νέων Ελλήνων» προκάλεσε την οργή του.
«Είναι αδύνατο να εκφράσει κανείς την κατάπτωση των νεωτέρων Ελλήνων. Και γι’ αυτή την κατάπτωση ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι, γιατί οι Τούρκοι που επέτρεψαν την διατήρηση των μοναστηριών δεν θα σκέπτονταν ποτέ να απαγορεύσουν τα σχολεία, ανεμόμυλων οι Έλληνες επιθυμούσαν σχολεία. Η πηγή των δεινών τους είναι ο φανατισμός. Αυτοί οι ίδιοι έσφιξαν με τα χέρια τους τον κόμπο του πανιού που τούς τυφλώνει».
Απαντώντας ο DELLA ROCCA υπενθυμίζει στον ΡAUW ότι οι Τούρκοι δεν ακολούθησαν την ίδια πολιτική με τους άλλους κατακτητικούς λαούς της Ευρώπης.
«Οι Φράγκοι υποδούλωσαν τους Γαλάτες. Αλλά οι δυο αυτοί λαοί ενώθηκαν σε λίγο με θρησκευτικούς και συμμαχικούς δεσμούς, δημιούργησαν ένα νέο έθνος κι’ όλες οι διακρίσεις ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους εξαφανίσθηκαν. Οι Τούρκοι αντίθετα, αφού υποδούλωσαν τους Έλληνες, άφησαν ελεύθερη την θρησκευτική λατρεία. Αλλά δεν συμμάχησαν ποτέ μαζί τους. Απέφυγαν κάθε επικοινωνία, ύψωσαν διαχωριστικό τείχος ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Έλληνες, που ακόμα στενάζουν μέσα στην δουλεία και την ταπείνωση. Ποιός λαός, εξουθενωμένος κάτω από ένα βάρβαρο ζυγό πού βαραίνει πάνω του κάπου 400 χρόνια, θα είχε αποφύγει την εξαχρείωση; Αλλά πώς να μη θαυμάσει κανείς το δυναμισμό που όπλισε τούς Έλληνες με τόση αντοχή στους αιώνες της τυραννίας»;
Αυτός ο λαός, έγραφε ο ΡAUW για τους Έλληνες, έχει καταντήσει το πιο ελεεινό «άχθος άρούρης». «Οι σύγχρονοι Έλληνες ποδοπατούν τούς τάφους των προγόνων τους πού ούτε καν γνωρίζουν».
Άπαντα ο DELLA ROCCA:
«Στην Σμύρνη, στην Θεσσαλονίκη, στο Μοριά, στην Κρήτη, στο Βόλο, σ’ όλες τις σκάλες της Ανατολής, αμέτρητα καράβια από όλα τα λιμάνια της Ευρώπης φορτώνουν αγαθά κάθε λογής. Στάρια, λάδια, κρασιά, μετάξια, μπαμπάκι, μέλι, κερί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης μεταφέρονται ως την Βαλτική. Είναι προϊόντα του μόχθου και της φιλοπονίας των Ελλήνων. Όλοι οι λαοί της Ευρώπης απολαμβάνουν αυτά τα αγαθά, αλλά για τον κ. ΡAUW οι Έλληνες αποτελούν το «βάρος της γης».
Ειδικά για τους Συριανούς, ο Della Rocca γράφει ότι είναι καλλιεργημένοι και προικισμένοι με όλες τις ικανότητες που θα επέτρεπαν την πρόοδο τους και στις επιστήμες.
«Τώρα τελευταία έφερε κάποιος στη Σύρα ένα ξύλινο ρολόι αποκαλούσε αυτά πού κατασκευάζονται στη Γερμανία. Πολλοί νεαροί Συριανοί το ξεσήκωσαν, και μάλιστα με τόση επιτυχία, που πουλάνε ρολόγια τέσσερα ως πέντε τάληρα το κομμάτι. Ένας νεαρός παπάς ζωγραφίζει εικόνες. Πολλά από τα έργα του στολίζουν τώρα τις εκκλησίες της Σύρας και άλλων νησιών του Αιγαίου»
Έχουν επίσης πνευματική ευστροφία, κρίση και επιδεξιότητα στο διάλογο και την ανάπτυξη θεμελιωμένης επιχειρηματολογίας. Και αφηγείται ένα περιστατικό:
«Δυο χωριάτες συζητούσαν ζωηρά πότε θα βγει το νέο φεγγάρι. Λογάριαζαν τις μέρες (δεν υπήρχαν καζαμίες στο νησί) και καθένας υποστήριζε την άποψή του με διάφορα επιχειρήματα. Ξαφνικά, εκείνος πού ισχυριζόταν πώς ήταν ή μέρα του νέου φεγγαριού, σηκώνει τα μάτια προς την ανατολή και ξεφωνίζει θριαμβευτικά:
– Νάτο! Βγήκε! Δεν σου το έλεγα;
Ο άλλος κοιτάζει το φεγγάρι και λέει:
Ω ναι, αλλά δεν είναι ή μέρα του! Δεν μπορεί!..
Και συνεχίζει την επιχειρηματολογίας για να απόδειξη στο συνομιλητή του ότι το φεγγάρι δεν έπρεπε να ανατείλει εκείνο το βράδυ. Ή φιλονικία άναψε κι’ ο χωριάτης υποστήριζε με πάθος την άποψή του πιστεύοντας πώς οι υπολογισμοί του ήταν σίγουροι και προσπαθώντας να απόδειξη πώς το λάθος βρισκόταν στο φυσικό φαινόμενο.
«Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πώς οι Έλληνες δεν άλλαξαν διόλου σ’ ότι άφορα την κλίση τους για την επιστήμη και την τέχνη. Κι’ όσα υποστηρίζουν μερικοί συγγραφείς για την αποβαρβάρωσή τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αλήθεια.
Σημαίνει πώς «ανάγκαζε επιτρεπόταν στους Έλληνες να καλλιεργήσουν τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες που βρίσκονται μέσα στο αίμα τους, θα μπορούσαν να αναπτύξουν την άμιλλα που χρειάζεται για την πρόοδο. Και τότε θα έβλεπε κανείς ένα πλήθος δημιουργικά πνεύματα, διόλου κατώτερα από εκείνα πού γέννησε άλλοτε σε τόση αφθονία ή Ελλάδα. Θα έβλεπε τα παιδιά των σημερινών Ελλήνων, που μόνοι, χωρίς οδηγό, με τις παρορμήσεις μονάχα τής ιδιοφυΐας τους αποτολμούν τόσα πολλά, να τινάζονται με ένα γοργό πέταγμα πάνω από την σκοτεινιά της αμάθειας, θα έβλεπε, λέω, στο φωτισμένο αιώνα μας, που παρέχει τόσα μέσα και τόσες ευκολίες για την απόκτηση γνώσεων, τα παιδιά τους να κερδίζουν με τα δικά τους υπέροχα δημιουργήματα το θαυμασμό των άλλων λαών».
Ο Della Rocca καταγράφει μια σειρά στοιχεία σχετικά με την αγροτική ζωή του Αιγαίου και την οικιακή οικονομία.
Πως διατηρούσαν τα δημητριακά στα νησιά του Αιγαίου; Άνοιγαν ένα λάκκο στα χωράφια, ανάλογα με την ποσότητα του σταριού πού ήθελαν να αποθηκεύσουν. Συνήθως ο λάκκος είχε διάμετρο πέντε πόδια και βάθος δύο ως τρία. Έντυναν το εσωτερικό με άχερο και έριχναν το στάρι έτσι πού να γίνει σωρός και να υψώνεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους δύο ως τρία πόδια. Ύστερα σκέπαζαν το σωρό με άχερο πάχους μισού ποδιού και πρόσθεταν ένα στρώμα χώμα τρία τέσσερα δάχτυλα πάχος. Στη Σύρα δεν ακολουθούσαν αυτή την πρακτική επειδή οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να ανοίγουν το λάκκο κατά το Νοέμβριο και να βγάζουν το στάρι για να μη καταστραφεί από την υγρασία. Προτιμούσαν να το ασφαλίζουν στις λεγόμενες «θεμωνιές», όπου αποθήκευαν και το άχερο των ζωντανών τους. Αυτές οι σιταποθήκες είχαν 20 πόδια μάκρος και οχτώ ως δέκα πλάτος και ύψος. Έστρωναν άχερο ώσπου να φθάσει το μισό ύψος της σιταποθήκης και το πατίκωναν καλά. Ύστερα έριχναν ένα σωρό στάρι, πιο πέρα άλλον, ανάλογα με το μήκος της «θεμωνιάς». Όλοι οι σωροί σκεπάζονταν με άχερο ώσπου να γεμίσει ολόκληρη ή σιταποθήκη. Όταν ήθελαν να βγάλουν στάρι άρχιζαν από το σωρό πού βρισκόταν κοντά στην πόρτα. Αφαιρούσαν με μεγάλη προσοχή το άχερο. Κι’ όσο πλησίαζαν το σωρό, τόσο περισσότερο πρόσεχαν. Για να αφαιρέσουν τα τελευταία άχερα από το στάρι χρησιμοποιούσαν σκουπάκια από σπαθόχορτο. Κι’ ανάγκαζε απόμεναν ακόμα άχερα τα έδιωχναν κάνοντας αέρα με την στρογγυλή νησιώτικη καπελαδούρα τους. Έπειτα κουβαλούσαν το ελευθερωμένο στάρι στην πόλη, όπου το αποθήκευαν σε πήλινα πιθάρια, σκέπαζαν τον καρπό με αγριοσυκόφυλλα, πρόσθεταν μια στρώση στάχτη και τοποθετούσαν στο στόμα των πιθαριών πλάκες από αυτές πού χρησιμοποιούσαν στις σκεπές των σπιτιών.
Το κρασί αποθηκευόταν σε πήλινα πιθάρια αλειμμένα στο εσωτερικό με κερί. Ή επάλειψη γινόταν αμέσως μετά την εξαγωγή των πιθαριών από το φούρνο ή υστέρα από θέρμανση ώστε να απορροφηθεί ή κεραλοιφή. «Αυτό το στρώμα του κεριού διατηρείται όσο και το πιθάρι και εμποδίζει το ξίνισμα ή την εξάτμιση του κρασιού».
Οι Συριανοί είχαν μια αλάνθαστη μέθοδο να ξεχωρίζουν από ποια αυγά τής κλώσας βγαίνουν κοκόρια και από ποια πουλακίδες. Πρώτα πρώτα ξεδιάλεγαν τα στείρα, τα αβάτευτα: είναι εκείνα, πού κοιτώντας τα στο φως διακρίνουμε στο εσωτερικό μικρά σφαιρίδια, σαν άστρα. Αφού ξεκαθάριζαν τα γόνιμα κανόνιζαν να βγουν μονάχα δυο ή τρία κοκόρια. Όσα αυγά έχουν το στεφάνι της στρογγυλής άκρης οριζόντιο θα γεννήσουν κοκόρια, όσα έχουν το στεφάνι πλαγιαστό θα δώσουν όρνιθες. Έτσι οι νοικοκυρές καθόριζαν από πριν το φύλο των ενοίκων του κοτετσιού (στη Γαλλία, σημειώνει ό Della Rocca, όπου δεν ήταν γνωστή αυτή η μέθοδος, έβγαιναν από τα αυγά της κλώσας μισά πετεινάρια και μισές πουλακίδες). Άρχιζε η επώαση και σε έξη μέρες ξανακοιτούσαν οι νοικοκυρές τα αυγά στον ήλιο. Όσα δεν είχαν στο εσωτερικό αιμάτινες κλωστές ήταν ακατάλληλα και αποσύρονταν. Έτσι ήξεραν από πριν πόσα κλωσσόπουλα θα βγουν και το κυριότερο τα ακατάλληλα αυγά δεν χάνονταν. Τρώγονταν ακόμα. Και στη χειρότερη περίπτωση τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των νεοσσών.
Ο Della Rocca περιγράφει και μια ειδική μέθοδο για το κυνήγι της πέρδικας. Ο κυνηγός παίρνει ένα κομμάτι πολύχρωμο πανί και ετοιμάζει ένα είδος σημαίας, τρία πόδια φάρδος και έξη ύψος. Στη μέση ανοίγει μια τρύπα για να περάσει το τουφέκι του. Εφοδιασμένος μ’ αυτά τα εργαλεία ξεκινάει πρωί πρωί και μόλις ακούσει να λαλούν οι πέρδικες, οπλίζει το τουφέκι του, υψώνει την παντιέρα με το αριστερό χέρι, τοποθετεί την κάννη στο άνοιγμα και προχωρεί σιγά σιγά προς το θήραμα. Οι πέρδικες σαστίζουν από τα χρώματα της σημαίας, μαζεύονται πάνω σε μια πέτρα ή κοντά σε μια μάντρα κι’ αρχίζουν να κακαρίζουν λες και αναρωτιούνται για το παράξενο θέαμα. Στο μεταξύ ο κυνηγός ζυγώνει, σταματάει, πυροβολεί και συνήθως σκοτώνει δέκα και περισσότερα πουλιά. Αυτός ο τρόπος κυνηγιού είναι πιο αποτελεσματικός όταν οι πέρδικες συνοδεύονται από τα περδικόπουλά τους, καθώς και το χειμώνα που μετακινούνται κοπαδιαστά.
Στη Σύρα είχαν ένα ειδικό αλάθευτο τρόπο να διαπιστώνουν τα εξαρθρώματα στα μέλη των βρεφών. Όταν ένα μωρό κλαίει επίμονα και δημιουργεί την υποψία ότι έχει υποστήριζε στραμπούληγμα ή, όπως λένε, «είναι λυγισμένο», το ξαπλώνουν στο κρεβάτι μπρούμυτα. Ύστερα πιάνουν το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι και τα προσεγγίζουν το ένα στο άλλο. Αν εγγίζουν εύκολα και χωρίς το παιδάκι να βγάζει κραυγές πόνου όλα πάνε καλά. Αν όμως αισθάνεται έντονους πόνους, είναι βέβαιο πώς υποφέρει από εξάρθρωμα. Πρέπει, λοιπόν, να εξακριβωθεί το σημείο του τραυματισμού. Παίρνουν τότε ένα κρόκο αυγού και τον τοποθετούν απαλά στη ράχη του μωρού και ύστερα ανασηκώνουν το κορμάκι του πότε αποκαλούσε εδώ και πότε αποκαλούσε εκείνα, ώστε να κυλήσει ο κρόκος σ’ όλο του το σώμα, από την μέση ως τους ώμους. Το σημείο όπου η μεμβράνη πού περιβάλλει τον κρόκο θα υποστήριζε ρωγμή, εκείνα βρίσκεται το «λειωμένο κόκαλο». Αρχίζει τότε η θεραπεία πού είναι πάντοτε αποτελεσματική. Γι’ αυτό δεν βλέπει κανείς στο Αιγαίο καμπούρηδες, κουτσούς, κουλούς και γενικά ανάπηρους. Στη Σύρα υπήρχε μονάχα ένα κοριτσάκι ανάπηρο κι’ αυτό από λάθος τής παραμάνας. «Της έπεσε το μωρό από τα χέρια και δεν είπε τίποτα στη μάνα του. Κι’ έτσι έμεινε κουτσό σ’ όλη του την ζωή».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1700-1800, ΤΟΜΟΣ Β’, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ