
της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΤΩΜΑΔΑΚΗ
Πρόσωπα χαραγμένα, χέρια μαυρισμένα και ρούχα βρώμικα από το κάρβουνο και τα σφαγεία. Στους τεκέδες και στις παράγκες γύρω και λίγο πιο πέρα από το λιμάνι ανάμεσα σε κακοποιούς, αγαπητικούς και νταήδες γεννιέται το ρεμπέτικο. Δραπετσώνα, Άγιος Νείλος, Τρούμπα, Γύφτικα, Χατζηκυριάκειο , και πιο πέρα Παλιά Κοκκινιά, Καμίνια. Ποιος άραγε θα μπορούσε να φανταστεί από εκείνους τους πρώτους ρεμπέτες που δούλευαν νυχθημερόν στα σφαγεία και το λιμάνι, σύχναζαν στους τεκέδες και τα έβαζαν με τη Χωροφυλακή, ότι τα τραγούδια τους για τα οποία μάτωσαν θα εγγράφονταν στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης, Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.
Στις φτωχογειτονιές του Πειραιά ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες αγράμματους βιοπαλαιστές άνθισε το ρεμπέτικο. Στα στενά γύρω από το λιμάνι ξεπετάγονται οι τεκέδες. Εκεί μαζεύονταν οι συνήθεις ύποπτοι, μαχαιροβγάλτες , μεθυσμένοι ναύτες, λιμενεργάτες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Στα Βούρλα ο περιοδεύων τεκές του Σάλωνα για να μπει στο μάτι της Χωροφυλακής άλλαζε τοποθεσία στο πι και φι. Κάτω από τη βαριά μυρωδιά του χασίς γράφονταν τα πρώτα τραγούδια του ρεμπέτικου.
Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 και την αδυναμία της ενσωμάτωσης των προσφύγων οι κοινωνικές ανισότητες έγιναν ακόμα πιο έντονες. Πείνα, ανεργία, γκετοποίηση των χαμηλότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Η ιστορική αφήγηση μέσω του ρεμπέτικου δίνει την εικόνα του Λιμανιού.
Δώδεκα χρονών ο Μάρκος φτάνει στον Πειραιά το 1917 και φιλοξενείται σε μια θεία του τέρμα στα Ταμπούρια. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο γνώρισε γαιανθρακεργάτες συμπατριώτες του και δούλεψε αρχικά μαζί τους. Κουβαλούσε ζεμπίλι με κάρβουνα στην πλάτη και με τα λεφτά που κέρδισε αγόρασε τα πρώτα του παπούτσια. Ακολούθησαν τα σφαγεία, η εμπειρία με τους τεκέδες και το χασίς , το κυνηγητό με την Ασφάλεια, τα κρατητήρια, το μπουζούκι.
Στις αρχές της δεκαετίας του `30 οι δισκογραφικές εταιρείες προβληματίζονται για την είσοδο του μπουζουκιού στη δισκογραφία. Ο Μάρκος Βαμβακάρης με έναν μεγαλύτερο μπουζουξή, τον Γιώργο Μπάτη γεννημένο το 1885, τον Ανέστο Δελιά με την γλυκιά πενιά και τον Στράτο Παγιουμτζή φτιάχνουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία.
«Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», έτσι ονομάστηκε η κομπανία, θα αρχίσει τις εμφανίσεις της το 1934 στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Η κομπανία είχε τεράστια επιτυχία και όπως ο ίδιος ο Μάρκος αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, «ερχόταν κόσμος από πολλά μέρη, από την Αθήνα και από όλες τις συνοικίες, από τις επαρχίες, και εκαθόντουσαν και γλεντούσαν. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που έγινε αυτό στον Πειραιά με λαϊκή ορχήστρα.»
Στην κομπανία τραγουδούσαν όλοι αλλά βασικός τραγουδιστής ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο σημαντικότερος τραγουδιστής της κλασικής εποχής του ρεμπέτικου. Ο Βαμβακάρης δεν πίστευε στις φωνητικές του δυνατότητες. Τον ίδιο χρόνο ο Μάρκος θα ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Ο Σπύρος Περιστέρης, διευθυντής της εταιρείας θα τον πείσει να ερμηνεύσει ο ίδιος τα τραγούδια του. Στιχάκια σκληρά, σαν τις πληγές που κουβαλούσε, την φτώχεια, την παρανομία, τα ναρκωτικά, την εκμετάλλευση.
«Έστησα αφτί και άκουγα ρεμπέτικα 16 χρονών, σε μια εποχή που δεν μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο. Από τους μεθυσμένους τα άκουγα, που γυρνούσαν από τις ταβέρνες τη νύχτα και τραγουδούσαν. Ξυπνούσα κι έγραφα σε ένα χαρτί. Από τότε αυτή η ιστορία συνεχίστηκε» θα μου πει ο ποιητής Ντίνος Χριστανόπουλος, ο «οδηγός» μου όταν με το συνεργείο της ΕΡΤ προσπάθησα να καταγράψω τις ρεμπέτισσες της Θεσσαλονίκης.
Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο. Στο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης», του Καρόλου Κουν, ο νεαρός τότε συνθέτης επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου. Εκείνη την εποχή ενώ το ρεμπέτικο ακουγόταν στις λαϊκές γειτονιές η διανόηση το περιφρονούσε και η εξουσία το κυνηγούσε. Ο Μάνος Χατζιδάκις σε ένα κατάμεστο θέατρο παρουσίασε τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου που τραγούδησαν μπροστά σε ένα ένθερμο κοινό.
«{ ..}..Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατόν να μας συμβεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχομε νομίζω σήμερα τίποτ’άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο», υποστήριξε εκείνο το βράδυ ο Χατζιδάκις..
Έστω και αρκετές δεκαετίες αργότερα η ένταξη του ρεμπέτικου στην UNESCO είναι η αναγνώριση όλων εκείνων που το υπηρέτησαν και η απόδειξη ότι παραμένει ακόμη ζωντανό. «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά/που γλένταγες τους μάγκες/κι οι πλούσιοι σου κάνανε, μπουζούκι μου μεγάλες ματσαράγκες».