Ὁ Χριστιανισμός διαδόθηκε στίς Κυκλάδες ἤδη ἀπό τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν χριστιανική Κατακόμβη τῆς Μήλου, ὅπως καί ἀπό τήν ἵδρυση τῆς πρώτης ᾿Επισκοπῆς τῶν Κυκλάδων, τῆς «᾿Επισκοπῆς Δήλου» τόν 4ο αἰώνα. ῾Η Σῦρος κατ᾿ ἀρχάς ὑπήχθη ὑπό τήν «᾿Επισκοπή τῆς Δήλου». ᾿Αργότερα ὑπήχθη στήν «᾿Επισκοπή Κέας καί Κύθνου», ὑπαγομένη καί αὐτή στήν «᾿Αρχιεπισκοπή ᾿Αθηνῶν» μέχρι τό 1204. Τό 1537 ἐπανεσυστάθη ἡ «᾿Επισκοπή Κέας, Κύθνου καί Σύρας». Τό 1621 ὑπήχθη στήν «᾿Αρχιεπισκοπή ῎Ανδρου» μέχρι τό 1833. Τό 1833 ὀνομάσθηκε ᾿Επισκοπή Σύρου μέ τά νησιά Σῦρο, Τῆνο, ῎Ανδρο Μύκονο, Δῆλο καί ᾿Αμοργό. ᾿Αργότερα, ἡ ᾿Επισκοπή Σύρου ἔλαβε τήν ὀνομασία «᾿Επισκοπή Κυκλάδων». Τό 1922 ἡ ᾿Επισκοπή Σύρου προήχθη σέ Μητρόπολη μέ τά νησιά Σῦρο, Τῆνο, ῎Ανδρο, Μύκονο, Κέα, Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο, Κίμωλο, Μῆλο, Σίκινο, Φολέγανδρο καί Δῆλο.
Διατελέσαντες Μητροπολίται Σύρου
ΑΝΘΙΜΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 1832-1842
Ὁ Ἀνθιμος Κομνηνός γεννήθηκε στή Μικρά ᾿Ασία. Χειροτονήθηκε ᾿Επίσκοπος ῾Ηλιουπόλεως πρό τοῦ 1821. Κατά τή διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικού ἀγώνα ἔζησε καί δραστηριοποιήθηκε ἔντονα στίς Σπέτσες καί τά Κύθηρα. Κατά τήν περίοδο τοῦ 1822-1825 βρέθηκε στήν Πελοπόννησο καί προσέφερε σημαντικές ὑπηρεσίες στό μαχόμενο ἔθνος. Μετά τήν ἄφιξη τοῦ ᾿Ιωάννη Καποδίστρια στήν ῾Ελλάδα, διορίζεται ἀπό τόν ἴδιο τοποτηρητής ῎Αργους καί Κάτω Νεχαγιέ ἕως τό 1833. ᾿Ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική καί ποιμαντική διακονία. Διακρινόταν γιά τήν φυσική του εὐφράδεια καί εἶχε ἀποσπάσει τόν θαυμασμό καί τήν ἀγάπη τῶν ᾿Αργείων. ῞Ολοι ἀνεγνώριζαν στό πρόσωπό του τόν καλό καί εὐγενῆ ποιμενάρχη, πού διέθεσε ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τό χτίσιμο τῆς ἐλεύθερης ῾Ελλάδος. Τό Νοέμβριο τοῦ 1833 διορίσθηκε, ὑπό τῆς ᾿Αντιβασιλείας, ᾿Επίσκοπος Κυκλάδων μέ ἕδρα τή Σύρο. ῾Ο ῎Ανθιμος ἐργάσθηκε στή Σύρο μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί φροντίδα γιά τούς ἱερεῖς καί μοναχούς, ἀλλά καί γιά τόν εὐλαβῆ λαό τῆς ῾Ερμουπόλεως. Σημαντική ὑπῆρξε ἡ ἀγάπη καί συμπάθειά του πρός τούς σπουδάζοντες μαθητές, τούς ὁποίους μέ χρήματά του ἐνίσχυσε καί παρότρυνε νά συνεχίζουν. ῾Υπῆρξε φιλομαθέστατος καί ἤθελε αὐτή του ἡ ἀγάπη γιά μόρφωση νά μεταγγίζεται καί στούς ἄλλους καί περισσότερο στούς νέους, πού ὁπωσδήποτε ἔπρεπε νά φωτισθοῦν γιά νά δημιουργήσουν μιά σωστή καί μεγάλη Πατρίδα. Πέραν τῶν ἄλλων ἰδιαίτερη φροντίδα καί ἀγάπη εἶχε γιά τά Μοναστήρια καί τούς πατέρας των. ᾿Εκοιμήθη τήν 9η ᾿Ιουλίου τοῦ 1842.
ΔΑΝΙΗΛ ΚΟΝΤΟΥΔΗΣ 1842-1862
Ὁ Δανιήλ (κατά κόσμον Δημήτριος) Κοντούδης, γεννήθηκε στή Χίο τό 1801. Σέ ἡλικία μόλις ὀκτώ ἐτῶν, παρεδόθη ἀπό τούς γονεῖς του στή Νέα Μονή τῆς Χίου, ὅπου τό 1819 προχειρήσθηκε διάκονος μετονομασθείςΔανιήλ. Μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη γιά περισσότερη μόρφωση καί ἐκτιμούμενος ὑπό τοῦ τότε Πατριάρχου Χρυσάνθου τοῦ ἀπό Σερρῶν, σέ ἡλικία 24 ἐτῶν, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Χίου, τό 1825. Στίς δύσκολες στιγμές τοῦ τόπου ἐλεοῦσε ἀπό τό ὑστέρημά του τούς δυστυχεῖς καί ἀπόρους, διέσωσε τούς καταδιωκόμενους ἀπό τό μένος τῶν ἐξαγριωμένων μουσουλμάνων, παρηγορώντας τούς πάσχοντας καί παραμυθώντας τούς λυπημένους. Δέν σταμάτησε μέρα καί νύχτα νά κηρύττει τό μεγαλεῖο καί τήν ἀρετή, τό μέγεθος καί τήν ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθόδοξης πίστης. ᾿Αναγκάστηκε μαζί μέ ἄλλους συμπολίτες του, τό 1827, ὅταν ἀπέτυχε τό δεύτερο ἐπαναστατικό κίνημα στή Χίο, νά ἀναχωρήσει γιά τή Σύρο, καί νά παραμείνει ἐκεῖ ὅπου ἐξυπηρετοῦσε θρησκευτικῶς τούς συμπολίτες του πού εἶχαν καταφύγει στό νησί. Μένοντας στήν ῾Ερμούπολη, ἀγαπώμενος καί τιμώμενος ἀπό ὅλους, ὀνομάσθηκε ᾿Επίσκοπος Καρυστίας. Τό 1842 μετετέθη ὑπό τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, στή χηρεύουσα θέση Σύρου καί Τήνου. ᾿Εργάσθηκε μέ τή διακόσμηση τῶν ᾿Εκκλησιῶν, τήν ἵδρυση νέων Ναῶν, τήν καλλιέργεια τοῦ θρησκευτικοῦ ζήλου, τήν κατήχηση τῶν ἑτεροδόξων, τήν ἐκπαίδευση τῶν ἀπόρων νέων, τή μόρφωση τοῦ κλήρου, τή σύσταση ταμείου γιά τίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν καί τῶν ὀρφανῶν καί διακρίθηκε γιά τήν ἀγαθοεργία καί τήν φιλανθρωπία του. ᾿Εκοιμήθη τῷ 1862.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ 1866-1875
Ὁ Ἀλέξανδρος Λυκοῦργος γεννήθηκε στή Χώρα Σάμου τό 1827. Στή Σάμο παρηκολούθησε τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση καί συνέχισε στήν ᾿Αθήνα τή μέση καί ἀνωτάτη. ῾Ο πατέρας του, Γεώργιος Λογοθέτης, ὑπῆρξε ἐθνικός ἥρωας, ὁ ὁποῖος μυήθηκε στή Φιλική ῾Εταιρεία καί τότε ὀνομάσθηκε, γιά τήν πολλή του σύνεση Λυκοῦργος, ἐνώνυμο τό ὁποῖο διατήρησε ὁ ἀοίδιμος ῾Ιεράρχης. Σπούδασε Θεολογία καί Φιλοσοφία στό Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν καί πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στή Γερμανία καί στή Γαλλία. Τό 1860, σέ ἡλικία 33 ἐτῶν, διορίσθηκε ἔκτακτος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν. Χειροτονήθηκε, τό 1862, διάκονος καί πρεσβύτερος ὑπό τοῦ Πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων καί συμπατριώτη του Κυρίλλου Β´. Τό 1864 ἐξελέγη τακτικός Καθηγητής στό Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν καί δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1866, χειροτονήθηκε ᾿Αρχιεπίσκοπος Σύρου, Τήνου καί Μήλου. ῎Εγινε πανελληνίως καί διεθνῶς γνωστός ἀπό τήν καθηγεσία του στήν ᾿Αθήνα καί ἀπό τήν ἀρχιερατεία του στή Σύρο. Στά τέλη τοῦ 1869 μετέβη στήν ᾿Αγγλία, πρός τέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ᾿Ορθοδόξου Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου Νικολάου, στό Λίβερπουλ, καί ἔτυχε μεγάλης φιλοξενίας καί τιμῶν, γενόμενος δεκτός καί ἀπό τήν βασίλισσα τῆς ᾿Αγγλίας, πραγματοποιώντας σπουδαῖες θεολογικές συζητήσεις περί τῶν διαφορῶν καί τοῦ τρόπου ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῾Υπῆρξε ἐκ τῶν πρωτεργατῶν διευθετήσεως τοῦ Βουλγαρικοῦ σχίσματος. Διακρινόταν γιά τή μόρφωσή του, τήν εὐφράδειά του, τήν ἀρετή του, τήν ἡπιότητά του, τήν πραότητά του, τό ἀφιλοκερδές καί αὐστηροῦ τοῦ χαρακτῆρος. Θεωρεῖται ὡς ἡ διαπρεπέστερη μορφή τῆς συγχρόνου του ἐκκλησιαστικῆς ἐποχῆς. Κοιμήθηκε, σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, τήν 17η ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1875.
ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ 1882-1903
Ὁ Μεθόδιος (κατά κόσμον Μιχαήλ) Παπαναστασόπουλος, γεννήθηκε στό χωριό Μαυρίκιο τῆς Αἰγιαλείας, τό 1833. Σέ ἡλικία μόλις δεκατριῶν ἐτῶν, τό 1846, ἐντάσσεται στή Μοναστική ἀδελφότητα τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Ταξιαρχῶν, τό 1857 κείρεται Μοναχός μέ τό ὄνομα Μεθόδιος καί τό 1864 χειροτονεῖται Διάκονος. Φοίτησε στή Ριζάρειο ᾿Εκκλησιαστική Σχολή, στή Θεολογική καί στή συνέχεια στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν. Ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές του ἔλαβε καί τό δεύτερο βαθμό τῆς ἱερωσύνης. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σύρου τήν 21η Φεβρουαρίου τοῦ 1882. ῾Η ποιμαντορία του χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη του γιά τόν ἱερό κλῆρο, τόν ὁποῖο κατόρθωσε νά περιθάλπει διά κοινοῦ ταμείου, τήν αὐστηρή προσήλωση τῶν παραδεδομένων ὑπό τῆς ᾿Ορθοδόξου λατρείας καί τήν κηρυκτική του ἱκανότητα. ῾Υπῆρξε ἰσχυρά προσωπικότητα καί διακρινόταν γιά τό δυναμισμό του καί τό ἀνυποχώρητο τοῦ χαρακτῆρος του. Γενικά διακρίθηκε στή φιλανθρωπία καί δίκαια ὀνομάσθηκε «Μεθόδιος ὁ Μυριήλ τῆς Σύρου». Κοιμήθηκε τήν 27η ᾿Απριλίου τοῦ 1903.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ 1907-1929
Ὁ Ἀθανάσιος Λεβεντόπουλος, γεννήθηκε στό χωριό ῞Αγιος Νικόλαος Καλαβρύτων, τό 1865, ὅπου καί ἔμαθε τά πρῶτα του γράμματα. ᾿Από νεαρή ἡλικία πῆγε στή Μονή Μεγάλου Σπηλαίου καί κατά τά γυμνασιακά του ἔτη χειροτονήθηκε Διάκονος. Στή συνέχεια σπούδασε Θεολογία στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στή Λειψία στό χῶρο τῆς Θεολογίας καί τῆς Φιλοσοφίας. ᾿Ανεκηρύχθη Διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφίας ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς ᾿Εργλάγης. ᾿Επιστρέφοντας στήν ῾Ελλάδα, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀνέλαβε καθήκοντα Γραμματέως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου καί ῾Ιεροκήρυκος τοῦ Στόλου. Διετέλεσε Πρωθιερεύς τῶν ᾿Ανακτόρων, καθηγητής τῶν βασιλοπαίδων καί δίδασκε στή Σχολή Ναυτικῶν Δοκίμων. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου καί ῎Ανδρου τήν 10η ᾿Ιουλίου 1907, τήν ὁποία ἐποίμανε θεοφιλῶς γιά 22 ὁλόκληρα χρόνια. ῾Υπῆρξε συνετός καί δραστήριος, ὡραῖος στήν ὄψη καί εὐθυτενής. Διακρινόταν γιά τήν φιλανθρωπία του, τήν εὐγένεια καί τήν εὐγλωττία του. ῾Η διακονία του ὑπῆρξε ὑψηλή καί ἐργώδης. Μεγάλη ἦταν ἡ τιμή καί ἡ ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό του ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς καί εὐρύτερους πνευματικούς κύκλους. Κοιμήθηκε τήν 16η Μαρτίου 1929, ἐξ αἰτίας νεφρικῆς ἀνεπάρκειας, σέ ἡλικία 64 ἐτῶν.
ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ 1930-1960
Ὁ Φιλάρετος ᾿Ιωαννίδης γεννήθηκε στό χωριό Μουρατζαῖοι τῆς Σάμου, τό 1886. Σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν πῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος καί συγκεκριμένα στή Μονή Βατοπεδίου. Σπούδασε στό Σχολαρχεῖο τῆς Μονῆς, στήν ᾿Αθωνιάδα Σχολή, στή Μεγάλη Σχολή τοῦ Γένους στήν Κωσταντινούπολη, στό Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου καί στή συνέχεια στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν. Παράλληλα παρηκολούθησε μαθήματα στή Νομική Σχολή. Τό 1919 μετέβη, ὡς ὑπότροφος τοῦ Γενικοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Ταμείου, στήν ᾿Αμερική γιά εὐρύτερες σπουδές, ἀπ᾿ ὅπου καί ἀπέκτησε Διδακτορικό Δίπλωμα ἀπό τό Πανεπιστήμιο του Γουϊσκόνσιν, μέ εἰδίκευση στήν ποιμαντική, κοινωνιολογία καί τήν ἐσωτερική ἱεραποστολή. ῾Ως κληρικός ὑπηρέτησε στήν πολιτεία τοῦ ῾Αγίου Φραγκίσκου καί διετέλεσε διευθυντής στό Σεμινάριο ῞Αγιος ᾿Αθανάσιος. ᾿Εξελέγη καί χειροτονήθηκε στήν ᾿Αμερική ᾿Επίσκοπος Σικάγου ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τήν 1η Μαΐου τοῦ 1923, ἀναλαμβάνοντας καί τά καθήκοντα τοποτηρητοῦ τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ ῾Αγίου Φραγκίσκου. Τό 1930 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, ῎Ανδρου, Κέας καί Μήλου, περιοχή πού διαποίμανε μέχρι τό 1960, ὅτε παραιτήθηκε λόγῳ προβλημάτων ὑγείας. Κατά τήν ἐποχή τοῦ πολέμου καί τῆς κατοχῆς ἀνέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική καί ἱεραποστολική δράση. ῾Υπῆρξε ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἱδρύσεως τοῦ Κοινοφελοῦς ᾿Οργανισμοῦ Κυκλάδων Νήσων καί ἄλλων φιλανθρωπικῶν σωματείων. ᾿Ανήγειρε τόν Ναό τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου καί ἐφρόντισε διά τή χειροτονία καλῶν κληρικῶν καί τήν ἐν γένει πνευματική καλλιέργεια τοῦ λαοῦ. Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τήν 8η ᾿Ιουνίου τοῦ 1961.
ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΣΤΕΚΑΣ 1965-2001
Ὁ Δωρόθεος Στέκας γεννήθηκε στή Μύκονο τό 1913. Σπούδασε τή Θεολογική ᾿Επιστήμη στό Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν καί χειροτονήθηκε Διάκονος τό 1934 καί Πρεσβύτερος τό 1940. ᾿Από τό 1940 ἕως τό 1965 διηκόνησε ὡς ῾Ιεροκήρυξ τή Μητρόπολη Σύρου καί ῾Ηγούμενος τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Τουρλιανῆς Μυκόνου.
Χαρακτήρας ἀγωνιστικός καί ἀσυμβίβαστος κατά τήν διάρκεια τοῦ ἑλληνογερμανικοῦ πολέμου ἀνέπτυξε μεγάλη πατριωτική δραστηριότητα εἰς Μύκονον, καταστήσας τήν ῾Ιερά Μονή Τουρλιανῆς ὁρμητήριο τῶν ἀγωνιζομένων γιά τήν ἐλευθερία Κυκλαδιτῶν. Τό 1965 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σύρου, ἀναπτύξας μεγάλη, ἰδιαιτέρως, φιλανθρωπική δραστηριότητα. ᾿Ανήγειρε στήν ῾Ερμούπολη μαθητικό οἰκοτροφεῖο καί ἐκκλησιαστικο γηροκομεῖο καί στήν ᾿Αθήνα φοιτητική ἑστία. Κατέλιπε μέ τόν θάνατό του οἰκονομικές χορηγίες στά ἱδρύματα αὐτά καί ἵδρυσε μέ τό ὄνομά του κληροδοτήματα ὑποτροφιῶν φοιτητῶν ἀπό τή Σῦρο καί Μύκονο. ᾿Ακαταπόνητος λειτουργικός ῾Ιεράρχης, δέν ἔπαυσε, ἕως τοῦ γήρατος, νά ἐπισκέπτεται τάς νήσους, λειτουργῶν καί κηρύττων τό λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾿Εκοιμήθη εἰς ῾Ερμούπολιν, τήν 14η Αὐγούστου 2001.