της Δρ. Κατερίνας Τζαβελοπούλου*
Στην Ερμούπολη της Σύρου βρίσκεται το Μνημείο του Αταφου Αγωνιστή, έργο του Υστερνιώτη καλλιτέχνη Γεωργίου Βιτάλη. Πρόκειται για ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό έργο, που, καθώς βρίσκεται κρυμμένο στο μικρό κήπο της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, περνά κυριολεκτικά απαρατήρητο από τους χιλιάδες επισκέπτες.
Το εξαιρετικό αυτό έργο του Βιτάλη έχει απασχολήσει ελάχιστες φορές την έρευνα και αρκετές βιογραφίες του καλλιτέχνη το παραλείπουν [1]. Επιπλέον στις λιγοστές αναφορές η ονομασία του διαφοροποιείται και απαντάται ως Ηρώο των Πεσόντων [2], Μνημείο Πεσόντων Σύρου [3] και επικρατέστερα ως Μνημείο του Άταφου Αγωνιστή [4].
Το μνημείο αποτελείται από υψηλή μαρμάρινη ναϊσκόμορφη στήλη (πλάτους 1,5μ., ύψους 2,5μ.) που εδράζεται – στη σημερινή της μορφή – σε τρεις βαθμίδες. Στη βάση είναι χαραγμένη η επιγραφή: «Γ. Βιτάλης έποίει, 1880» [5]. Τέσσερις παραστάδες στις γωνίες, με καλοδουλεμένα επίκρανα και βάσεις, υποστηρίζουν το επιστύλιο και το οριζόντιο γείσο. Ολόκληρο το μνημείο επιστέφεται με σαρκοφάγο από τηνιακό μάρμαρο, λίγο στενότερη από το πλάτος του ναϊσκου, που φέρει επίπεδο κάλυμμα και ανάγλυφη διακόσμηση σε όλες τις πλευρές. Την πρόσθια και την οπίσθια όψη κοσμούν τρεις ανάγλυφες γιρλάντες από κισσόφυλλα, με δεμένες ταινίες στις άκρες, που συγκρατούνται στα πλάγια από τέσσερις συνολικά ασπιδίσκους. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται και στις πλάγιες όψεις με μία μόνο γιρλάντα. Πάνω στη σαρκοφάγο αναπαύεται μεγαλόσωμο λιοντάρι από πεντελικό μάρμαρο, που σύμφωνα με τον καλλιτέχνη παριστάνει «τήν Ελλήνων άνδρείαν ηρεμούσαν» [6]. Στην πρόσθια όψη της στήλης εικονίζεται σε έξεργο ανάγλυφο μια σχεδόν ολόγλυφη γυναικεία μορφή σε φυσικό μέγεθος, γονατιστή, στραμμένη με την πλάτη στο θεατή, που συμβολίζει την Ερμούπολη [7]. Φορά αρχαιοπρεπές ένδυμα, δεμένο στη μέση της, αφήνοντας γυμνό το άνω τμήμα του κορμού της. Στηρίζεται στο δεξί της γόνατο και στο αριστερό της πέλμα, αποκαλύπτοντας τα γυμνά, χωρίς υποδήματα, πόδια της. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η περίτεχνη κόμμωση. Τα μαλλιά είναι δεμένα σε κότσο στο πίσω μέρος της κεφαλής, από τον οποίο ξεφεύγουν δύο βόστρυχοι στην πλάτη. Τα υπόλοιπα συγκρατημένα με ταινία πλαισιώνουν επιμελώς το πρόσωπο, καταλήγοντας στην κορυφή σε δύο καλαίσθητους σχηματισμούς. Η γυναίκα με το αριστερό χέρι κρατάει κλαδί δάφνης και με το δεξί χαράσσει με γραφίδα το παρακάτω επίγραμμα στη μνήμη των άταφων ηρώων, που συντάχθηκε από το βαθύ γνώστη της αρχαίας ελληνικής, φιλόλογο Γεώργιο Ζολώτα [8]:
ΔΟΥΛΕΙΗΝ ΣΤΥΓΕΡΗΝ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΦΟΝΟΝ ΑΙΜΑΤΟΕΝΤΑ
ΦΕΥΓΟΝΤΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΗΜΕΤΕΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΠΟΛΛΩΝ ΕΚ ΠΟΛΙΩΝ ΟΙ ΜΕΝ ΜΟΓΙΣ ΕΞΕΣΑΩΘΕΝ
ΣΥΡΟΝ ΤΟΥΣ Δ’ ΑΡΑ ΠΡΙΝ ΜΟΙΡΑ ΚΙΧΕΝ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΟΘΜΑΝΙΚΗΙ ΥΠΟ ΧΕΙΡΙ ΤΑΦΟΣ Δ’ ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΑΛΥΨΕΝ
ΙΜΕΡΤΗΣ ΦΘΙΝΟΜΕΝΟΥΣ ΕΙΝΕΚ’ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ
ΤΟΥΣ ΟΛΟΦΥΡΟΜΕΝΟΙ ΚΕΝΟΝ ΕΙΣΑΜΕΘ’ ΕΝΘΑΔΕ ΣΗΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΑΙ ΣΦΙΣΙΝ ΟΙ ΝΑΙΟΜΕΝ ΕΡΜΟΠΟΛΙΝ
ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΟ ΗΡΩΟΝ ΤΟΔΕ ΕΤΕΙ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΙΩΠ
Το επίγραμμα θα μπορούσε να αποδοθεί σε ελεύθερη μετάφραση με τον ακόλουθο τρόπο: Αφού ξέφυγαν από τη σκληρή δουλεία και τον αιματηρό φόνο του πολέμου οι πατέρες μας προερχόμενοι από πολλές πόλεις, άλλοι μόλις και μετά βίας βρέθηκαν στη Σύρο, τους άλλους όμως πρωτύτερα τους συνάντησε η μοίρα του θανάτου από χέρι οθωμανικό, τάφος όμως κανείς δεν κάλυψε αυτούς που χάθηκαν για την ποθητή ελευθερία. Αυτούς θρηνώντας ιδρύσαμε εδώ με δημόσια δαπάνη κενοτάφιο γι’ αυτούς, εμείς που κατοικούμε στην Ερμούπολη. Έγινε το ηρώο αυτό το 1880.
![](https://www.syros-agenda.gr/wp-content/uploads/HRWO_ATAFOY_AGWNISTH_SYROS-1.jpg)
Το έργο του Βιτάλη ως προς τη θεματολογία και την εκτέλεσή του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του κλασικισμού. Τα επιμέρους θέματα, όπως η διαμόρφωση ναϊσκόμορφου πλαισίου, η σαρκοφάγος και το λιοντάρι, είναι απολύτως ενταγμένα στο κλίμα της νεοελληνικής γλυπτικής του β’ και γ’ τέταρτου του 19ου αιώνα. Η γυναικεία μορφή διαπνέεται από το πνεύμα του κλασικισμού, καθώς η γυμνότητα του σώματος, η πλαστικότητα της κόμμωσης, οι πτυχώσεις του ενδύματος και η απόδοση της μυολογίας της πλάτης τη συνδέει με τα αγάλματα της αρχαιότητας. Ο καλλιτέχνης κατέχει πολύ καλά τα αρχαία πρότυπα και τα χρησιμοποιεί με ευρηματικό τρόπο, παρουσιάζοντας ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στην επεξεργασία της επιφάνειας, στο σχεδιασμό και την ισορροπία των όγκων [9].
Στη συμβολαιογραφική πράξη που υπέγραψε ο δήμαρχος Ερμούπολης Βαφιαδάκης με το Βιτάλη, διαβάζουμε ότι στην οπίσθια όψη του μνημείου θα χαρασσόταν «απόσπασμα του γεωγραφικού χάρτου του Αρχιπελάγους», στην αριστερή πλάγια όψη θα απεικονιζόταν σε ανάγλυφο σπονδοφόρος λάγηνος με στεφάνι από άνθη: σύνηθες μοτίβο της νεοελληνικής επιτύμβιας γλυπτικής, και στη δεξιά πλάγια όψη ανεστραμμένη δάδα, σύμβολο της ζωής που σβήνει [10]. Τελικά για κάποιο – άγνωστο σε εαάς – λόγο οι παραπάνω ανάγλυφες λεπτομέρειες δε λαξεύτηκαν και οι παραστάσεις περιορίζονται στην πρόσθια όψη.
Το μνημείο στην Ερμούπολη αποδίδει τιμή σε αφανείς, ανώνυμους, απλούς αγωνιστές της Επανάστασης, Έλληνες και Φιλέλληνες, οι περισσότεροι εκ των οποίων έμειναν άταφοι στα πεδία των μαχών ή στον τόπο της εκτέλεσης τους, σε ανελεύθερα εδάφη. Επομένως δε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε το μνημείο αυτό πρόδρομο του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη που καθιερώθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και υιοθετήθηκε από όλα τα κράτη του κόσμου. Σημειώνουμε ότι πρώτη η Γαλλική κυβέρνηση ίδρυσε το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη υλοποιώντας την ιδέα της παρισινής εφημερίδας Αδιάλλακτος να μεταφερθούν τα οστά κάποιου ανώνυμου στρατιώτη από το πεδίο της μάχης και να ταφούν κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου [11].
Η εντυπωσιακή παρατήρηση ότι πρώτοι οι κάτοικοι της Ερμούπολης συνέλαβαν την ιδέα της ίδρυσης ενός τέτοιου ηρώου, είναι εύκολο να ερμηνευτεί. Η Ερμούπολη από τους πρώτους χρόνους μετά την απελευθέρωση αποτελούσε σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ελλαδας [12]. Οι οικιστές της μερίμνησαν αμέσως για την ίδρυση πολλών σχολείων και του πρώτου Γυμνάσιου στην Ελλάδα και στην πόλη αυτή έστελναν για σπουδές τα παιδιά τους οι εύποροι Έλληνες του εσωτερικού και εξωτερικού. Διέμεναν πολλές διαπρεπείς προσωπικότητες των γραμμάτων και πλήθος επιστημόνων και διανοητών, τα φιλολογικά σαλόνια των οποίων συναγωνίζονταν αντίστοιχα της Ευρώπης. Εκεί ιδρύθηκε το πρώτο αξιόλογο τυπογραφείο, η πρώτη ξενόγλωσση εφημερίδα και κτίστηκε το πρώτο Θέατρο της Ελλαδας.
Σε ένα τέτοιο κλίμα είναι δικαιολογημένη η γένεση της ιδέας ανέγερσης ενός μνημείου για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Η πρώτη επίσημη απόφαση ελήφθη το 1858 επί δημαρχίας Αμβρόσιου Δαμαλά με πρωτοβουλία του Ζαννή Βούρου και διαπνέεται από πατριωτισμό και πίστη στα ιδανικά που καταξίωσαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας [13]. Το 1880 ο δήμαρχος Δημ. Βαφιαδάκης επανέφερε στο Δημοτικό Συμβούλιο την πρόταση και ανέθεσε το έργο στο Γεώργιο Βιτάλη [14] . Ο Βιτάλης, αφού προηγουμένως ζήτησε τη γνώμη του καταξιωμένου αρχιτέκτονα και φίλου του, Ερνέστου Τσίλλερ, υπέβαλε στο Δήμο μικρό πρόπλασμα και τον υπολογισμό της δαπάνης, που ανερχόταν στις 16.000 δρχ. Το χρηματικό ποσό σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου θα μοιραζόταν στον καλλιτέχνη σε 4 δόσεις: 4.000 δρχ. εντός δέκα ημερών από την υπογραφή του, 8.000 δρχ. σε τρεις δόσεις ανάλογα με την πρόοδο του έργου και κατά την παράδοσή του και τέλος 4.000 δρχ. μετά την τοποθέτηση και την επίσημη παράδοση του έργου [15].
![](https://www.syros-agenda.gr/wp-content/uploads/HRWO_ATAFOY_AGWNISTH_SYROS-2.jpg)
Αρχικά το μνημείο αποφασίστηκε να στηθεί στο λόφο Δήλι απέναντι από την πρόσοψη της ανεγειρόμενης εκκλησίας της Ανάστασης, έτσι ώστε να είναι καταφανέστερον «εκ του μεγαλυτέρου μέρους της πόλεως» [16]. Τα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν στην παραπάνω θέση στις 29 Ιουνίου 1887, όπου ο Βιτάλης είχε μεταφέρει το ολοκληρωμένο έργο του, χωρίς την έγκριση του Δημοτικού Συμβουλίου καθώς η επιτροπή είχε εντωμεταξύ απορρίψει τη θέση [17]. Οι περιπέτειες του μνημείου συνεχίστηκαν λίγους μήνες αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε τη μεταφορά του, γιατί είχε γίνει «ή σκοποβολή των παίδων των πέριξ συνοικιών» και μάλιστα ένα δάκτυλο της μορφής έσπασε από λιθοβολισμό [18]. Τελικά στα τέλη του 1888 μεταφέρθηκε στο μικρό κήπο μπροστά στο ναό του Αγ. Νικολάου, αφού πρώτα αφαιρέθηκαν τα οστά του μητροπολίτη Πλάτωνα [19] και ορισμένες από τις βαθμίδες που μείωσαν κατά 2μ. το ύψος του. Δυστυχώς, όμως, και η συγκεκριμένη θέση αποδεικνύεται ακατάλληλη, καθώς το μνημείο δεν αναδεικνύεται όσο θα έπρεπε και ουσιαστικά παραμένει στην αφάνεια.
Για ποιο λόγο, όμως, ανέθεσαν στο Γεώργιο Βιτάλη την κατασκευή αυτού του τόσο σπουδαίου έργου; Το παραπάνω ερώτημα λαμβάνει πολύ εύκολα την απάντησή του με τη μελέτη της βιογραφίας του. Ο Βιτάλης ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ένας γλύπτης με μεγάλα οράματα, ένας φλογερός πατριώτης, ένας μετριόφρων άνθρωπος [20]. Η φήμη του τόσο στη Σύρο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό ήταν μεγάλη. Στα επίσημα έγγραφα του Δημοτικού Συμβουλίου της Ερμούπολης εκείνης της εποχής χαρακτηρίζεται «αριστοτέχνης» που «έκρίθη εις των διαπρεπεστέρων έν ‘Ελλάδι καλλιτεχνών».
Ο Γεώργιος Βιτάλης γεννήθηκε στα Υστέρνια της Τήνου το 1838 [21] και πέθανε σε ηλικία 63 ετών από ανίατη νόσο στην Αλεξάνδρεια το 1901, όπου μετέβη για να φιλοτεχνήσει τον ανδριάντα του Αβέρωφ για το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το πάθος του για τη μαρμαρογλυφία τον ώθησε να εγκαταλείψει κρυφά, σε ηλικία 16 ετών, τον πατέρα του και το οικογενειακό επάγγελμα του αρχιτέκτονα, γεγονός που εκείνος δεν του συγχώρεσε ποτέ. Μέσα σε σκληρές οικονομικές συνθήκες μαθήτευσε αρχικά στο εργαστήριο των εξαδέλφων του Φυτάληδων στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Σχολείο των Τεχνών, όπου αμέσως αναγνωρίστηκε το σπουδαίο του ταλέντο. Με υποστήριξη της ίδιας της βασίλισσας Αμαλίας και στη συνεχεία με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου σπούδασε στην ξακουστή Ακαδημία του Μονάχου. Στη βαυαρική πρωτεύουσα η καλλιτεχνική αξία του Βιτάλη εκτιμήθηκε και η προσωπικότητα του κυριολεκτικά έλαμψε, καθώς έλαβε πολλές διακρίσεις και απόλαυσε την εύνοια του Λουδοβίκου Α’, πατέρα του βασιλιά Όθωνα. Ο μεγάλος του πόθος, όμως, παρέμενε να επιστρέψει και να εργαστεί στην πατρίδα και δεν του άλλαξε γνώμη ούτε ο γάμος του με την κόρη του γιατρού της βαυαρικής Αυλής, Anna von Sprunner, ούτε η εξαιρετικά τιμητική πρόταση της έδρας του καθηγητή των Καλών Τεχνών στην Ακαδημία του Μονάχου, την οποία αρνήθηκε. Από το 1870 περίπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με προτροπή του δημάρχου Δημ. Βαφιαδάκη [22] στην Ερμούπολη, ένα από τα μεγάλα εμπορικά και ναυτιλιακά κέντρα παγκόσμιας εμβέλειας με σπουδαία πνευματική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Οι τοπικές εφημερίδες χαρακτήριζαν το εργαστήριο του κόσμημα του νησιού, ενώ για τον ίδιο έγραφαν: «Ό καλλιτέχνης κ. Γ. Βιτάλης, γνωστός εις τε τόν Έλληνικόν και Εύρωπαϊκόν κόσμον δόκιμος άγαλματοποιός» τιμά με το έργο του «την πατρίδα και την Έρμούπολιν ιδία εν ή έγκατεστάθη» [23]. Την κυκλαδίτικη πρωτεύουσα δεν την εγκατέλειψε ούτε όταν του προτάθηκε, και μάλιστα δύο φορές, να γίνει καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών. Η μόνη του επιθυμία ήταν να δημιουργεί στο εργαστήριο του. Σύντομα η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε γνωστός και στο εξωτερικό. Η συμμετοχή του στις καλλιτεχνικές εκθέσεις και στους διαγωνισμούς προκαλούσε πάντα το θαυμασμό και τιμήθηκε με πολλά βραβεία, όπως το δίπλωμα επίτιμου μέλους του Καλλιτεχνικού Ινστιτούτου της Ρώμης από το βασιλιά Ουμβέρτο της Ιταλίας [24]. Εξαιρετική εκτίμηση έτρεφε για το Βιτάλη ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο φιλέλληνας άγγλος πολιτικός Γλάδστωνας, ο ανδριάντας του οποίου συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα γλυπτά όχι μόνο του Βιτάλη, αλλα και της νεοελληνικής γλυπτικής γενικότερα [25]
Η μεγαλόπνοη ιδέα των κατοίκων της Ερμούπολης να ιδρύσουν ένα λαμπρό μνημείο προς τιμήν των προγόνων τους που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας, δε θα μπορούσε επομένως να βρει καταλληλότερο εκφραστή από το Γεώργιο Βιτάλη. Ο Τήνιος γλυπτής κατόρθωσε με την καλλιτεχνική δεινότητα και το αστείρευτο ταλέντο του να αποδώσει, στο μάρμαρο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αρμόζουσα τιμή σε αυτούς που θυσιάστηκαν για την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό το Μνημείο τον Άταφου Αγωνιστή στην Ερμούπολη, το πρώτο μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη, αποτελεί ένα έργο μοναδικής σημασίας όχι μόνο για τη νεοελληνική, αλλά και την παγκόσμια γλυπτική.
Παραπομπές:
* Αφορμή για τη συγγραφή του άρθρου στάθηκε η ανακοίνωσή μου στην επιστημονική συνάντηση «Μνήμες Υστερνίων» που πραγματοποιήθηκε στα Υστέρνια της Τήνου στις 12 Αυγούστου 2007. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Κώστα Δανούση για την πρόσκληση και τους γονείς μου Ηλία και Αννα Τζαβελοπουλου για τη βοήθεια στη συγκέντρωση του υλικού.
[1] Α.Θ. Δρακάκης, “Το πρώτον μνημείον του Ατάφου Αγωνιστού”, Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 1 (1961), σσ. 293-317 | Ι.Τραυλός – Α. Κόκκου, Ερμούπολη, εκδ. Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1980, σσ. 203-205 | Γ. Καιροφύλας, Γεώργιος Βιτάλης, Ο γλύπτης με τα μεγάλα οράματα, Αθήνα 1995, σσ. 32-34.
[2] Καιροφύλας, ό.π., σ.32
[3] Στ. Λυδάκης, Οι Έλληνες Γλυπτές. Τόμ. Ε’. Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία – τυπολογία – λεξικό γλυπτών, εκδ. Μέλισσας, Αθήνα 1981, σ. 45, εικ. 73 και σ. 60. Η λέξη Σύρου, που αναφέρεται μόνο στη λεζάντα της εικόνας, είναι κατά τη γνώμη μου αδόκιμη, καθώς αναφέρεται σε ολόκληρο το νησί (δηλαδή και στην Άνω Σύρο) και όχι μόνο στην Ερμούπολη, όπου ανήκει το μνημείο.
[4] Τιτλοφορεί το προαναφερόμενο άρθρο του Δρακάκη, το πρώτο και μόνο αναλυτικό άρθρο για το μνημείο, και προτιμάται από τους Τραυλό και Κόκκου (ό.π., σ. 201) και σε διάφορες διαδικτυακούς τόπους του νησιού. Πρβλ. Καιροφύλας, ό.π., εικ. 41.
[5] Αντίθετα ο Δρακάκης (ό.π., σ.311, υποσ. 1) αναφέρει λανθασμένα τη χρονολογία 1888.
[6] Επιστολή Γ. Βιτάλη με ημερομηνία 5 Μαΐου 1880, απάντηση σε έγγραφο του δημάρχου Δημ Βαφιαδάκη (Αρ. πρωτ. 1177/728, 22 Απριλίου 1880), φυλασσόμενη στο Αρχείο της Ερμούπολης Σύρου.
[7] Βλ. υποσ. 6
[8] Σημειώνουμε ότι το 1880 είχε ανατεθεί αρχικά από το δήμαρχο Ερμούπολης Δημ. Βαφιαδάκη στο Φίλιππο Ιωάννου, αλλά για άγνωστη αιτία δε χαράκτηκε το επίγραμμα που είχε συντάξει. Βλ. αλληλογραφία Βαφιαδάκη – Ιωάννου (22, 31 Μαρτίου και 4, 12 Απριλίου 1880), φυλασσόμενη στο Αρχείο της Ερμούπολης Σύρου.
[9] Α. Γουλάκη – Βουτυρά, Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών, Κατάλογος Συλλογής Γλυπτών, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 28.
[10] Συμβολαιογραφική πράξη με αρ. 5529 και ημερομηνία 11 Αυγούστου 1880, φυλασσόμενη στο Αρχείο της Ερμούπολης Σύρου.
[11] Δρακάκης, ό.π., σ. 304, υποσ.1.
[12] Αναλυτικά βλ. Δρακάκης, ό.π., σσ. 294-298.
[13] Τραυλός – Κόκκου, ό.π., σ. 203
[14] Αναλυτικά βλ. Δρακάκης, ό.π., σ.303 κ.ε. Καιροφύλας, ό.π., σσ. 32-34
[15] Βλ. υποσ. 10
[16] Από το Βιβλίο Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου του έτους 1880 (17 και 23 Μαΐου 1880) και Ψήφισμα 40, Συνεδρίασις ΜΔ (26 Μαΐου 1880), φυλασσόμενα στο Αρχείο της Ερμούπολης Σύρου.
[17] Το 1887 η επιτροπή απέρριψε τη θέση που η ίδια είχε προτείνει, αντιπροτείνοντας την πλατεία Μωραϊτίνη, γνωστή τότε ως Αλάνα. Βλ. Καιροφύλας, ό.π., σσ. 33-34
[18] Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1887, φυλασσόμενα στο Αρχείο της Ερμούπολης Σύρου.
[19] Κάτω από το έργο του Βιτάλη ετάφησαν αρχικά τα οστά του Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου. Ο ηρωικός κληρικός συνελήφθη στη Χίο το 1821, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και απαγχονίστηκε ένα χρόνο μετά. Το αποκεφαλισμένο πτώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα, ενώ το κεφάλι του τοποθετήθηκε στις επάλξεις του φρουρίου της Χίου και λιθοβολήθηκε. Μετά από μέρες η σορός του εκβράστηκε στις Οινούσες, όπου ενταφιάστηκε με μεγάλη μυστικότητα. Το 1858 μεταφέρθηκε στη Σύρο, για να ταφεί σε ελεύθερη ελληνική γη, αλλά τα οστά παρέμειναν στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό. Δυστυχώς, όμως, η περιπέτεια της ατυχούς σορού δεν τελείωσε εδώ. Παρόλο που αρχικά τα οστά ενταφιάστηκαν κάτω από το μνημείο για τους άταφους αγωνιστές της Επανάστασης, μετά τη μεταφορά του στην πλατεία του Αγ. Νικολάου αφαιρέθηκαν και παρέμειναν στο ναό της Ανάστασης, έως ότου επέστρεψαν μετά από χρόνια στις Οινούσες. Βλ. Δρακάκης, ό.π., σσ. 311 – 314.
[20] Καιροφύλας, ό.π., σ. 46.
[21] Γουλάκη – Βουτυρά, ό.π., σ. 27. Ο Μανωλικάκης αναφέρει λανθασμένα το έτος 1835, βλ. I. G. Manolikakis, The sculpture of modern Athens: 1880 – 1996, Athens 1966, σσ. 41-42. Ο Γιοφύλλης και όσοι τον ακολουθούν, δέχεται το έτος 1840, βλ. Φ. Γιοφύλλης, Ιστορίας της Νεοελληνικής Τέχνης 1821 – 1941, τόμ. Α’, Αθήνα 1962, σσ. 250-251.
[22] Πατρίς, Ε’ αρ. 230, 25 Ιουλίου 1870.
[23] Σχετικά με αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής βλ. Τραυλός – Κόκκου, ό.π., σ. 200.
[24] Για τη βιογραφία του καλλιτέχνη βλ. Manolikakis, ό.π., σσ. 41-42 | Γιοφύλλης, ό.π., σσ. 250-251 | Γ. Ι. Δώριζας, Οι Τήνιοι Καλλιτέχνες και τα μουσεία της Τήνου, Αθήναι 1979, σσ. 12-16 | Τ.Π. Σπητέρης, Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης: 1660-1967, Αθήνα 1979, τομ. Γ’, σσ. 40-41 | Χρήστου – Κουμβακάλη – Αναστασιάδη, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, εκδ. Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1982, σσ. 202-204 (αναλυτικός κατάλογος: εκθέσεις, έργα, βιβλιογραφία) | Γουλάκη – Βουτυρά, ό.π., σσ. 27-28 (με βιβλιογραφία).
[25] Λυδάκης, ό.π., σ. 55.
της συγγραφέως Δρ. Κατερίνας Τζαβελοπούλου και
του εκδότη κ. Κώστα Δανούση
τους οποίους ευχαριστούμε θερμά
—————–
Απόσπασμα από:
“Τετράδια Εξωμεριάς Τήνου, Τεύχος 1, σελ. 7-14, Αθήνα 2009″