Τότε υπήρχε μπέσα και φιλότιμο
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ
Μ’ ένα μικρό αφήγημα, που έχει κυκλαδίτικη κελαρυστή γραφή και προπασχαλινή ατμόσφαιρα, θυμίζοντας την ανθρωπιά και καλοσύνη απλών κι αγράμματων ανθρώπων τα χρόνια του ’50 και του ’60, θέλουμε να σας ευχηθούμε «Καλό Πάσχα» και «Καλή Ανάσταση». Πρόκειται για την ιστορία «Η κυρα-Λένη» που διαδραματίζεται στην Άνω Σύρο και περιλαμβάνεται στη συλλογή αφηγημάτων της Λουκρητίας Δούναβη «Φωνές του σώματος» (εκδόσεις «Εστία»).
Για κείνα τα χρόνια η Συριανή συγγραφέας λέει: «Υπήρχαν κοινωνικές καταπιέσεις, φτώχεια, ενοχές για “ωραίες” αμαρτίες (η λαχτάρα του έρωτα δηλαδή), κουτσομπολιό. Ολα αυτά ήταν μια σκλαβιά. Ομως τα μικρά απλά πράγματα μας έδιναν χαρά. Η αλήθεια, η καθαρότητα στις σχέσεις, οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών μας χωρίς φόβο, η αλληλεγγύη, τα παιχνίδια στις γειτονιές, οι γνήσιες μυρωδιές, ο ελεύθερος χρόνος». Ιδού όμως η ιστορία της κυρα-Λένης:
«Ο μπαρμπα-Νικόλας, πλανόδιος μανάβης, είχε το σέβας ολωνών, γιατί ήταν απονήρευτος, μα και καλοσυνάτος. Φόρτωνε από το χάραμα τα καφάσια του γαδάρου του με ό,τι ύπαρχε, κάθε πράμα στον καιρό του, χόρτα, κρομμύδια, πατάτες, ζαρζαβατικά ολόφρεσκα, που ήτανε για στόλισμα στο βάζο. Τα προφαντά μυροκοπούσανε. Εκειδά, στο έμπα του χειμώνα τα μανταρινοπορτόκαλα και του καλοκαιριού αρχή αρχή τ’ αγγούρια, οι ντομάτες, τα καϊσιά και τα ποπόνια, που με τη μυρωδιά τους ησπούσανε τη μύτη…
»Ο μπαρμπα-Νικόλας για τα βερεσέδια τεφτέρι δεν βαστούσε, τριγύρναγε μ’ ένα μολύβι στ’ αυτί και τα ‘γραφε μ’ αυτό στο κάτασπρο ντουβάρι του κάθε σπιτιού που του χρώσταγε. Πρόσεχε να ‘ναι το μέρος σκεπανό απ’ τη βροχή να μη μουτζαλωθούνε. Τότες ύπαρχε μπέσα και φιλότιμο. Κανένα χέρι δεν τ’ αγγούσε. Πριν από τη Λαμπρή ασπρίζανε τα σπίτια, για να βαστάνε παστρικά στην εορτή του Αϊ-Γιωργιού ακόμα και της Αγιας Δωριάς, που θα περνούσε η λιτανεία. Τα βερεσέδια κλείνανε σε κύκλο στο ντουβάρι, μη λάχει με το ασβέστωμα και λερωθούνε.
»Η κυρα-Λένη με τέσσερα παιδιά απόφευγε να τα κοιτάζει, γιατί ‘τανε πολλά τα μαζεμένα. Οποτε τα θυμούντανε, ηπαραλούσε η καημένη. Ξενόπλενε ολημερίς σε πλούσια σπίτια και τα ασπρόρουχα στα χέρια της γινούντανε κουκούλια. Στην Κατοχή, που ήχασε τον άντρα της, για να τα βγάλει πέρα, χήρα γυναίκα με τόσοι νοματαίοι, ό,τι σανίδι είχε το σπίτι της το πούλησε και πορπατούσανε στο χώμα. Ξήλωσε τα πορτοπαράθυρα, γδύμνωσε το κατώι, κρέμασε σεντόνια στα ανοίγματα, για να μη βλέπουνε οι απόξω τους απομέσα κι έτσι σωθήκανε από την πείνα (…)
»Πριν των Βαγιών την έπιασε σεκλέτι την κυρα-Λένη. Οσο τρενάριζε το άσπρισμα, δεν τσε κολλούσε ύπνος. Κι άμα λαγοκοιμούντανε, ο ύπνος ήταν άσκημος, ένεκα τα χρωστούμενα. Τη μεγαλοβδομάδα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αφού ηκαρατάρησε την ώρα του μανάβη, κι όπως χοχλάκιζε στον τενεκέ το σβήσιμο του ασβέστη, γλήγορα γλήγορα, για να μην το μετανιώσει, βουτάει τη βούρτσα μέσα και χλαπ, σβήνει μεμιάς τα βερεσέδια. Υστερα κοντοστάθηκε, την έπιασε ντροπή.
»Ο μπαρμπα-Νικόλας κοίταζε και ξανακοίταζε όλα της τα ντουβάρια, τα βερεσέδια πουθενά.
“Βρε κυρα-Λένη, αν θυμάμαι καλά, εδωνά δεν είχα γράψει τα χρωστούμενα;”.
“Το δίκιο είναι με το μέρος σου. Μέσα στη φούρια, για να προκάνω τις δουλειές, μου ξέφυγε η βούρτσα, ντρέπομαι, συχώρα με”, κι έσκυψε το κεφάλι.
“Μπας και θυμάσαι πόσα ήτανε; Τουλάχιστο τη σούμα”.
“Ο,τι και να πω, ψέματα θα ‘ναι” είπε και δέθηκε κόμπος η λαλιά της.
“Μήτε κι εγώ, και για να μη σε αδικήσω, πιο καλά έχω να τα παραλείψομε. Και τώρα πες μου δα, μέρες που έρχονται, τι θες να πάρεις στα παιδιά σου;”
»Η κυρα-Λένη σήκωσε για μια στιγμίτσα το κεφάλι, κι ο μπαρμπα-Νικόλας ίσα που πρόκανε να δει δυο δάκρυα που σκάλωναν στα μάτια τα μεγάλα της».
Πηγή: enet.gr