“Αρνάκι ήταν ο Μάρκος, ψυχούλα. Αν και ήταν δύο μέτρα, και ζούσε τη νύχτα από παιδί, άνθρωπο δεν πείραζε, ποτέ του”. Αυτά μας είπε η – εξαιρετικά ενθουσιώδης, ευχάριστα μαγεμένη – κοπελίτσα που μας περίμενε στο μουσείο του Μάρκου Βαμβακάρη, σε ένα απ’ τα γραφικά, μαγευτικά σοκάκια της Άνω Σύρου, ένα αυγουστιάτικο βραδάκι. Τα ίδια διατείνονταν φίλοι, μελετητές, συνοδοιπόροι και θαυμαστές στο ντοκιμαντέρ που προβαλλόταν στο δεύτερο χώρο του Μουσείου- το υπόγειο του κτιρίου. Υπόγειο, τι άλλο; “Αρνάκι ο Μάρκος. Κανέναν δεν πείραζε”.
Και ο κόσμος μας – ο κόσμος του χθες, ο κόσμος του σήμερα και κόσμος του αύριο, σίγουρα, του αύριο – που το’ χει πάρει εργολαβία και απόφαση, θαρρείς, να γεννάει λύκους και λύκους να δοξάζει, από λύκους να κουμαντάρεται, τη λύση για τα αρνάκια πια την ξέρει καλά. Στη ψάθα πέθανε ο Μάρκος, ξεχασμένος και παρατημένος, εκμεταλλευμένος και γελασμένος, ταπεινός μα όχι ταπεινωμένος. Όπως τόσοι άλλοι: στη ψάθα, έπειτα από χρόνια αναγνώρισης και δεκαετίες προσφοράς.
Στη ψάθα το, άλλοτε, αμούστακο παιδί, που το’ χε χόμπι και πετριά να κάνει σκασιαρχείο απ’ το σχολείο, και να ρίχνει πέτρες εδώ και κει, στον ένα και τον άλλον, και που, μια φορά, από το φόβο του πως η πέτρα που’ ριξε σε κάποιο σπίτι και τη φωνή που άκουσε, πίστεψε πως τέλειωσε μια γυναίκα, έτρεξε μεμιάς στο λιμάνι, κρύφτηκε σε κάποιο καράβι, βγήκε στον Πειραιά. Το παιδί που, παιδί ακόμη παντρεύτηκε, και αν ο άδοξος, σύντομος του γάμος αυτός, αποτέλεσε αφορμή για να γράψει μερικά απ’ τα δυνατότερα του κομμάτια μίσους και αγανάκτησης, η Εκκλησία του, δεν του συγχώρησε ποτέ πως αργότερα, κάποια στιγμή στη ζωή του, αποφάσισε, ορίζοντας ο ίδιος την μοίρα του, να παντρευτεί ξανά.
Αφορισμένος, λοιπόν, ο Μάρκος και ποιος θα τον θάψει, σαν πέθανε, μακριά απ’ το νησί του, ήτανε θέμα. Μα, όταν η Εκκλησία η επίσημη τα’ χει βάλει με το συντοπίτη σου, τον Ροϊδη, και έχει κάνει σαματά για κηδείες ανθρώπων όπως ο Βολταίρος και ο Καζαντζάκης, το να τα βάλουν και μαζί σου- εσένα που στη γη πατάς, για τους καημούς και τις λαχτάρες όσων πατούν γύρω σου γράφεις και τραγουδάς- αποτελεί μάλλον παράσημο και ιδιότυπο σημάδι απόδοσης τιμής.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη ελληνική Huffingtonpost