Για τους λάτρεις του γραφικού δε μπορεί να υπάρξει πιο συναρπαστική εμπειρία από ένα ταξίδι με σκάφος στο Αιγαίο Πέλαγος. Σε κάθε πλευρά, κάποιο βουνό από νησί αναδύεται από τη θάλασσα. Κάθε νησί είναι πλούσιο σε τοπία, συχνά παράξενα και τραχιά, και κάθε άλσος, κάθε ρεματιά, είναι χρωματισμένο με το ρομαντισμό της ελληνικής μυθολογίας. Τι νόημα θα έχει αυτό αν εάν είστε πάνω σε ένα αγωνιστικό γιοτ; Στις θάλασσες το καλοκαίρι μέσα σε τέτοιο περιβάλλοντα χώρο είναι περισσότερο ευχάριστος ο αργός περίπλους με καΐκι. Τουλάχιστον, έτσι σκεφτήκαμε ο Mark και εγώ, καθώς η Principe Farnese νωχελικά κατευθυνόταν προς τη Σύρα.
Καθίσαμε στο κατάστρωμα, γράφοντας και διαβάζοντας περιστασιακά, αλλά περισσότερο δίνοντας συχνά στους εαυτούς μας τη δυνατότητα της απόλαυσης του ζεστού αέρα το καλοκαίρι, αγναντεύοντας το υπέροχο τοπίο. Τα εκατοντάδες νησιά είναι τόσο κοντά μεταξύ τους, τα ενδιάμεσα κανάλια τόσο στενά, θα μπορούσαμε κάλλιστα να φανταστούμε ότι πλέαμε στην Ελληνική Βενετία, όπου τα ελληνικά νησιά χτίστηκαν με σπίτια, όπως είναι τα νησιά στα οποία βρίσκεται η πόλη της Βενετίας. Ήταν βράδυ, όταν μπήκαμε στο λιμάνι της Σύρου. Οι γραφικοί δρόμοι που φωτίζονταν με λάμπες φαινόταν από τη θάλασσα όπως τα αστέρια. Η πλαγιά του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η πόλη είναι απότομη και τραχιά. Πολλά από τα φώτα τα οποία, που κατά την είσοδο στο λιμάνι, νομίσαμε για αστέρια στην πραγματικότητα ήταν οκτακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Η Σύρα, με είκοσι πέντε χιλιάδες κατοίκους, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, στο σημείο του πληθυσμού, είναι ίσως πρώτη σε ότι αφορά την εμπορική σημασία. Όντας το κεντρικό νησί της Κυκλάδες, είναι το σημείο διανομής των νησιών και έχει πολλά είδη εμπορίου που δραστηριοποιούνται γύρω από τις ακτές της. Η παραλία ή προκυμαία, είναι ένα πολυσύχναστο μέρος, γεμάτη με βαρκάρηδες, ναυτικούς, και έμπορους από τα γειτονικά νησιά. Η Σύρα είναι τόσο απομονωμένη, που τα άλλα νησιά της δίνουν προμήθειες. Σχεδόν κάθε σπίτι στη παραλία είναι ένα εστιατόριο. Ακόμη και εκείνα που δεν είναι εστιατόρια, το μαγείρεμα είναι συνεχώς σε εξέλιξη. Οι έμποροι κάθονται μπροστά από τα καταστήματα τους, τρύπες μόλις ένα τετραγωνικό μέτρο και όταν δεν περιμένουν πελάτες, σκοτώνουν την ώρα τους μαγειρεύοντας σε παράξενες τρίποδες κουζίνες, κάνοντας ιδιότυπο καφέ και βράζοντας ένα μείγμα βότανα και ψαριών που αρέσει πολύ στα Ελληνικά Νησιά.
Μόνο οι έμποροι μπορούν να πληρώσουν αυτή τη πλούσια διατροφή. Οι μηχανικοί και οι εργάτες ζουν πολύ απλούστερα. Ένας τσαγκάρης, του οποίου «το μαγαζί» αποτελείται από ένα κάθισμα στο δρόμο, περικυκλωμένο με μερικά εργαλεία και παλιά παπούτσια, είχε ένα καρβέλι ψωμί και ένα τσαμπί σταφύλια. Φαινόταν αρκετά ευχαριστημένος που καθώς ψηνόταν κάτω από τον ήλιο, επιδιόρθωνε παλιά παπούτσια και μασουλούσε το ψωμί του και τα σταφύλια. Κάθε φορά που τον βλέπαμε έτρωγε ψωμί και σταφύλια και εργαζόταν καθώς έτρωγε. Πληρώσαμε δύο σεντς το κιλό ένα μεγάλο τσαμπί πλούσια σταφύλια εν αντιθέσει με το τσαγκάρη, που δεν είναι Αμερικανός και πληρώνει μόνο ένα σεντ.

Οι νησιώτες φορούν ένα συγκεκριμένο κοστούμι. Όμως αντί να γελούν με τον εαυτό τους, γελούσαν μαζί μας. Αυτό ήταν επειδή δεν φορούσαμε παπούτσια από ανεπεξέργαστο δέρμα με τα δάχτυλα γυρισμένα προς τα πάνω δύο ίντσες, αιχμηρά και στολισμένο με μαύρες φούντες (τσαρούχια). Τα πόδια μας δεν ήταν τυλιγμένα σε χοντρό λινό, εμείς δεν φορούσαμε λευκή φούστα και τα μανίκια μας δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν ένα πακέτο πατάτες. Αν είχαμε ντυθεί έτσι, θα είχαμε μοιάσει ελαφρώς στους ντόπιους και ίσως θα προσελκύαμε λιγότερη προσοχή. Μερικοί αγρότες προτιμούν τη βράκα του Τούρκου από τη φούστα. Στην πλατεία της Σύρας στέκεται ένα άγαλμα από πεντελικό μάρμαρο που απεικονίζει το Μιαούλη, το ναυτικό ήρωα με καταγωγή από την Ύδρα που βοήθησε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας το 1821. Ο ήρωας μπορεί να φορούσε βράκα και να έδειχνε γενναίος στη μάχη, αλλά ως άγαλμα φαίνεται πρησμένος και γελοίος.
Όπως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, έτσι και στη Σύρα όλα τα σκαλοπάτια οδηγούν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Εν πάση περιπτώσει, αρκετά βήματα οδηγούν εκεί με κόπο, ακόμη και σε συνηθισμένους πεζούς. Ο καθεδρικός ναός βρίσκεται στο πάνω μέρος της πόλης, προσεγγίζεται από ένα δρόμο στενό και απόκρημνο. Αφού κουραστήκαμε να ανέβουμε, ο καθεδρικός ναός ήταν κλειστός. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στο σημείο αυτό στην κορυφή του νησιού, ένα σημείο σχεδόν δεκαπέντε εκατοντάδες μέτρα πάνω από τη θάλασσα, απ’ όπου είδαμε όχι μόνο το σύνολο της Σύρας, αλλά και μια ντουζίνα άλλα νησιά του αρχιπελάγους. Το βουνό στο οποίο σταθήκαμε έμοιαζε σχεδόν σαν ένα στέρεος βράχος. Δεν υπάρχει αρκετή γη για να αναπτυχθούν τα σπαρτά, αλλά στις πλαγιές εδώ και εκεί υπάρχουν πέτρινοι τοίχοι χτισμένοι με άφθονες πέτρες. Ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές, πλαγιές όπου θα έπρεπε να συρθούμε στα χέρια και τα γόνατα, είδαμε αυτούς τους τοίχους και θαυμάσαμε όχι μόνο την υπομονή και την εργασία αυτών που τους είχαν χτίσει εκεί, αλλά και την τρέλα με την κατασκευή τους. Ο Mark σκέφτηκε ότι η βοσκή ήταν τόσο φτωχή, τα ζώα τόσο αδύναμα που οι τοίχοι χτίστηκαν για να τα κρατήσουν από την πτώση τους κάτω από το βουνό. Το πρόβλημα με αυτή τη θεωρία είναι ότι δεν υπάρχουν βοσκοτόπια και καθόλου ζώα. Στη συνέχεια, και σε άλλα νησιά, ορεινά και εξίσου ξηρά, είδαμε πέτρινους τοίχους ένα μέτρο ύψος. Παρότι ρωτήσαμε δεν καταφέραμε να βρούμε την αιτία της ύπαρξής τους. Ένας άνδρας είπε ότι χτίστηκαν για να οριοθετήσουν τμήματα της ιδιοκτησίας. Όταν ρωτήσαμε γιατί λογικοί άνθρωποι ήθελαν να χωρίσουν “την ιδιοκτησία” με ένα τοίχος τριάντα μέτρων ύψος και σχεδόν κάθετα, ο άνθρωπος είπε ότι δεν ήξερε.
Επιμέλεια άρθρου: Η Ομάδα του Syros Agenda