Η αρχαιοκαπηλία είναι ένα διεθνοποιημένο οργανωμένο έγκλημα.
Κατά την ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση και ψήφιση σ/ν του ΥΠΠΟΑ, η υπουργός, ενημέρωσε το σώμα μεταξύ άλλων για τις ενέργειες που αφορούν τα αδικήματα για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών και ζήτησε την Κύρωση της Νέας Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα αδικήματα που αφορούν πολιτιστικά αγαθά, υιοθετήθηκε κατά την Υπουργική Σύνοδο του Συμβουλίου της Ευρώπης στη Λευκωσία, τον Μάιο του 2017, στο πλαίσιο της Κυπριακής Προεδρίας της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες μέλη του Συμβουλίου που υπέγραψε τη Σύμβαση.
Η προς κύρωση Σύμβαση αντικαθιστά την προϋφιστάμενη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα αδικήματα που αφορούν σε πολιτιστικά αγαθά, η οποία υιοθετήθηκε το 1985, διότι εκτός από την Ελλάδα, έχει υπογραφεί από πέντε μόλις κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ κανένα δεν την έχει μέχρι στιγμής κυρώσει.
Η πρωτοβουλία για τη νέα Σύμβαση ανήκει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης και αποτελεί βασικό θεσμικό βήμα για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, η οποία λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις λόγω της διασύνδεσής της με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα.
Η Ελλάδα με την εθνική της νομοθεσία, με βασικούς πυλώνες τον ν. 3028/2002 και τον ν. 3658/2008, με την κύρωση των διεθνών συμβάσεων, όπως η Σύμβαση της UNESCO του 1970, η Σύμβαση UNIDROIT, αλλά και με τη σύναψη διμερών και τριμερών μνημονίων συνεργασίας για την πρόληψη και την παρεμπόδιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, έχει ήδη θεσπίσει ένα ισχυρό πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής της κληρονομιάς από την παράνομη διακίνηση, όπως προτείνεται και από την προς κύρωση Σύμβαση. Άλλωστε, η αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα, όχι μόνο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αλλά και της Κυβέρνησης.
Στο πλαίσιο αυτό, τον προηγούμενο μήνα, στις 12.10.2020 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 14 του ν. 3658/2008 Διυπουργικής Επιτροπής για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, η οποία έχει ως αρμοδιότητα τον συντονισμό όλων των εμπλεκομένων φορέων.
Κατά τις εργασίες της Επιτροπής ζητήθηκε από το ΥΠΠΟΑ, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης τον ορισμό ειδικού εισαγγελέα, με εξειδίκευση στο δίκαιο του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, που θα έχει συγκεκριμένη θητεία και αρμοδιότητες, αλλά και συντονιστικό ρόλο για όλη την Ελλάδα, ώστε να υπάρχει κοινός χειρισμός των ανάλογων υποθέσεων.
Το δεύτερο θέμα που τέθηκε ήταν η διάθεση -σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3658/2008- στην αρμόδια Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του ΥΠΠΟΑ, ενός αξιωματικού του Τμήματος Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ως συνδέσμου εξασφάλισης της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας αυτής και της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στόχος και σχεδιασμός του ΥΠΠΟΑ είναι ο εκσυγχρονισμός της υφιστάμενης νομοθεσίας (ν.3658/2008) για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας. Η επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία θα περιλαμβάνει δομικές αλλαγές, ελεγκτικούς μηχανισμούς και θα προβλέπει όλα τα αναγκαία μέσα τα οποία μας παράσχει σήμερα η τεχνολογία προκειμένου να λαμβάνονται όλα τα προσήκοντα μέτρα για την αποτροπή της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών.
Η Σύμβαση της Λευκωσίας, αν και η τελευταία δεν προβλέπει ρητά την ποινικοποίηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών ως αυτοτελούς μορφής αδικήματος, τα συμβαλλόμενα Κράτη Μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να ποινικοποιήσουν όλες τις ειδικότερες πτυχές του σύνθετου αυτού αδικήματος. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση των εν λόγω μορφών εγκληματικότητας.
Μία από τις βασικές καινοτομίες της αποτελεί το άρθρο 13, το οποίο θεσπίζει ειδικές διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων σε σχέση με τα αδικήματα που περιγράφει η Σύμβαση, εφόσον αυτά διαπράττονται προς όφελος του νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, και κατέχει ηγετική θέση σε αυτό. Προβλέπει, δε, ότι η ευθύνη των νομικών προσώπων μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική και υφίσταται ανεξαρτήτως της ποινικής ευθύνης που μπορεί να υπέχει το φυσικό πρόσωπο, το οποίο διέπραξε το αδίκημα. Επιπλέον, το Τρίτο Κεφάλαιο της Σύμβασης περιλαμβάνει δικονομικού περιεχομένου διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται το αυτεπάγγελτο της δίωξης των αδικημάτων που αναφέρονται σε αυτή και θεσπίζεται η υποχρέωση των κρατών Μερών να λάβουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες που διεξάγουν τις έρευνες είναι εξειδικευμένες στην καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών και συνεργάζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό για τους σκοπούς των ερευνών και των διαδικασιών που διεξάγονται σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στη Σύμβαση.
Η Σύμβαση λαμβάνει υπόψη και στηρίζεται σε υφιστάμενες διεθνείς και περιφερειακές συμβάσεις και άλλα νομικά κείμενα προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, όπως ιδίως η Σύμβαση της UNESCO του 1970 σχετικά με τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών και η Σύμβαση του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου (UNIDROIT) του 1995 για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά.
Με την κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα αδικήματα που αφορούν στα πολιτιστικά αγαθά ανοίγει ο δρόμος για να τεθεί η Σύμβαση σε ισχύ, καθώς απαιτείται η επικύρωση, αποδοχή ή έγκρισή της από πέντε υπογράφοντα κράτη, υπό την προϋπόθεση ότι τα τρία τουλάχιστον από αυτά είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το διεθνές θεσμικό πλαίσιο αποκτά ένα ακόμη πολύτιμο εργαλείο και η Ελλάδα συμβάλλει ουσιαστικά με αυτό με το παρόν σχέδιο νόμου. Η αρχαιοκαπηλία είναι ένα διεθνοποιημένο οργανωμένο έγκλημα. Αυτός ο διεθνοποιημένος χαρακτήρας της αρχαιοκαπηλίας επιβάλλει αντίστοιχα και τη διεθνοποίηση της προσπάθειας αντιμετώπισής της.
Δεν αρκεί μόνο το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους, χρειάζεται η διεθνοποίηση. Έτσι η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έχει μια ιδιαίτερα αυστηρή νομοθεσία σχετικά με τα αδικήματα σε βάρος των πολιτιστικών αγαθών, έχει κάθε λόγο να προχωρήσει όχι απλώς στην κύρωση, αλλά στη γενικότερη ενίσχυση αυτής της Σύμβασης. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει σε διεθνές επίπεδο και σε όλες τις χώρες αντίστοιχα αυστηρή νομοθεσία έτσι ώστε να γίνει σταδιακά εξαιρετικά δύσκολο στους αρχαιοκάπηλους να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για τη διάθεση των παρανόμως διακινηθέντων πολιτιστικών αγαθών.
Ολοκληρώνοντας η Υπουργός είπε χαρακτηριστικά: “Γι’ αυτό το λόγο το εθνικό μας συμφέρον επιτάσσει όχι μόνο να κυρώσουμε την παρούσα σύμβαση, αλλά να είμαστε σημαιοφόροι στην προσπάθεια διεθνούς προώθησής της, έτσι ώστε να υπογραφεί και να κυρωθεί από όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη (είτε είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, είτε δεν είναι) μέχρι που κάποια στιγμή η Σύμβαση της Λευκωσίας αποκτήσει και δυναμική αντίστοιχη με αυτήν της Σύμβασης της UNESCO του 1970 (σχετικά με τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών), η οποία είναι τόσο ευρείας αποδοχής, ώστε τείνει να αντιμετωπίζεται πλέον ως διεθνές εθιμικό δίκαιο, λειτουργεί δηλαδή ως δεσμευτικό κριτήριο ελέγχου νομιμότητας των πράξεων ακόμη και σε κράτη-μέλη που δεν την έχουν κυρώσει.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ πολύ σημαντική την ψήφιση και των τριών Συμβάσεων από το Κοινοβούλιο. Σας καλώ, λοιπόν, να αποδεχτείτε τις προτάσεις μας και να συμβάλλετε, με αυτό τον τρόπο, στη διάχυση του ελληνικού πολιτισμού, τη δημιουργία νέας βάσης για τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία και κυρίως την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών.”